( Λουκ. ιθ’ 1 – 10)
« Ζακχαῖε, σπεύσας κατάβηθι»
Πού τον ήξερε ο Χριστός; Τον είχε γνωρίσει προηγουμένως; Τον προσφωνεί
όμως με το όνομά του. Και τον καλεί να σπεύσει και να κατεβεί από τη συκομορέα.
Ασφαλώς, το επάγγελμα και η διαγωγή του Ζακχαίου δεν αφήνουν περιθώρια
γνωριμίας μεταξύ αυτού και του Χριστού. Ο ένας, ο Κύριος, είναι ο Διδάσκαλος της
αλήθειας και της δικαιοσύνης. Ο άλλος, ο Ζακχαίος, είναι ο επαγγελματίας του ψεύδους
και ο εργολάβος της αδικίας. Ο Ζακχαίος ήταν αρχιτελώνης, εισπράκτορας των φόρων,
σεσημασμένος απατεώνας. Ο Χριστός είναι φιλάνθρωπος και οικτίρμονας, ευεργέτης και
ελεήμονας προς όλους. Ποια η σχέση, λοιπόν, Ζακχαίου και Χριστού;
Και, όμως, φαίνεται να υπάρχει σχέση. Ο Κύριος, διασχίζοντας τους δρόμους της
Ιεριχούς και συμπνιγόμενος από τα πλήθη των ανθρώπων, σε κάποια στιγμή σταματά.
Κοιτάζει προς τη συκομορέα και καλεί τον αρχιτελώνη με το όνομά του. Τούτο
δηλοποιεί πως τον γνωρίζει. Γι’ αυτό και τον ξεχωρίζει από όλους. Και τούτη η
διακριτική και ιδιαίτερη προσοχή του Χριστού δεν είχε το χαρακτήρα μιας απλής
προσφώνησης. Όχι. Ο Χριστός δίνει μια μοναδική προέκταση. Τον καλεί να κατεβεί από
το δένδρο και του ζητά φιλοξενία στο σπίτι του.
Υπήρχαν τότε στην Ιεριχώ πάνω από τρείς χιλιάδες ιερείς και άλλοι τόσοι
λευίτες. Υπήρχαν νομοδιδάσκαλοι πολλοί. Και, όμως, επιλέγει ή μάλλον «απαιτεί» τη
φιλοξενία του Ζακχαίου. Και για τούτο προκαλεί τα επικριτικά σχόλια: «Ὅτι παρά
ἁμαρτωλῷ ἀνδρί εἰσῆλθε καταλῦσαι»! Στο χειρότερο των ανθρώπων ζήτησε και
προτίμησε τη φιλοξενία! Γιατί, όμως, αυτή η επιλογή του Χριστού;
Ποτέ και σε καμιά περίπτωση ούτε τα λόγια αλλ’ ούτε και τα έργα του Κυρίου
είναι χωρίς νόημα. Πάντα αποβλέπουν και υπηρετούν μια
θεία σκοπιμότητα η οποία, τελικά, στοχεύει και υπηρετεί τον άνθρωπο. Έτσι και σήμερα,
όχι χωρίς λόγο, ο Χριστός επισκέπτεται το σπίτι του Ζακχαίου. Κάποτε, κάποιος άλλος
Ιησούς, ο του Ναυή, κατεδάφισε τα τείχη της Ιεριχούς, για να εισέλθει σ’ αυτή ο λαός
του Θεού. Τώρα ο Ιησούς, ο Υιός και Λόγος του Θεού, ο θεάνθρωπος Χριστός,
επισκέπτεται την πόλη, για να κατεδαφίσει τα τείχη της αμαρτίας και να αποσπάσει από
τα χέρια του σατανά μια ανθρώπινη ψυχή.
Μπορεί να ήταν ο Ζακχαίος, ως αρχιτελώνης, μισητός και αποκρουστικός για
όλους τούς συμπολίτες του. Μπορεί, ακόμη, να ήταν ένας αδίστακτος και εμετικός
φοροεισπράκτορας. Αλλά για το Θεό δεν έπαυε από του να είναι και μια ψυχή με
ανυπολόγιστη αξία.
Γι’ αυτή την ψυχή, όπως και για την κάθε ψυχή, την οποιαδήποτε, ενδιαφέρεται ο Θεός,
χωρίς να λαμβάνει υπόψη τα ανομήματά της και χωρίς αυτά να στέκονται εμπόδιο στο
δρόμο για τη θεία επίσκεψη.
Και το αποτέλεσμα είναι γνωστό. Ενώ όλοι διαμαρτύρονταν για την προτίμηση
και την επιλογή του Χριστού να «καταλύση» στο σπίτι του αρχιτελώνη Ζακχαίου,
ταυτόχρονα όλοι γίνονται μάρτυρες της δημόσιας μετάνοιας και της έμπρακτης
εξομολόγησής του. Από τη μια στιγμή στην άλλη ο λύκος μεταποιείται σε αρνίο! Ο
κόρακας μεταβάλλεται σε περιστέρι! Ο απάνθρωπος μεταμορφώνεται σε φιλάνθρωπο!
Και ο άδικος αποβαίνει παράδειγμα δικαιοσύνης και ευσπλαχνίας! «Ἰδού τά μισά ἀπό τά
ὑπάρχοντά μου, Κύριε, τώρα τά διανέμω στούς φτωχούς. Καί ὅποιους ἔχω ἀδικήσει, καί
ἔχω πολλούς βλάψει, τούς το ἀνταποδίδω στό τετραπλάσιο»!
Προς τι, λοιπόν, οι διαμαρτυρίες; Γιατί οι επικρίσεις προς την ενέργεια τούτη του
Χριστού; Όχι μόνο επέστρεψε μια ψυχή από το δρόμο της αμαρτίας αλλά και συνέτισε
και ημέρεψε ένα ανθρωπόμορφο τέρας μέσα στην κοινωνία τους.
Από τούτη τη φιλάνθρωπη πράξη του Χριστού αντλούμε κι εμείς παραδείγματα.
Ποτέ να μην καταδικάζομε και να μην απορρίπτομε τον άνθρωπο, όποιος και αν είναι.
Γιατί και γι’ αυτόν ενδιαφέρεται και τον αγαπά ο Θεός. Αλλά να φροντίζομε, όσο και
όπως μπορούμε, να τον βοηθήσομε. Αλλά, και όσοι έχομε το βάρος της αμαρτίας, να
ξέρομε ότι ο Θεός δεν θέλει την καταδίκη μας. Αυτός επιδιώκει με κάθε τρόπο τη
σωτηρία μας. Φτάνει να ακούσομε την πρόσκλησή του, να κατεβούμε από τη συκομορέα
της αμαρτίας και να ανοίξομε τις πόρτες της καρδιάς μας διάπλατα γι’ αυτόν και να
υποδεχθούμε την επίσκεψή του.