Στη σημερινή ευαγγελική περικοπή ο Ευαγγελιστής Λουκάς μας παραδίδει δύο διηγήσεις θαυμάτων από τον Μεσσία Κύριο μας, την θεραπεία της γυναίκας που αιμορραγούσε και την ανάσταση της κόρης του Ιαείρου. Συγκεκριμένα, κατά την επάνοδο του ο Ιησούς από την ανατολική όχθη της λίμνης της Καπερναούμ, μετά το περιστατικό στην περιοχή των Γαδαρηνών, βρίσκει πλήθος κόσμου να τον περιμένει, και μεταξύ αυτών έναν “άρχοντα της συναγωγής”, ο οποίος πέφτει στα πόδια του και ζητεί την επέμβαση του για να σώσει το ετοιμοθάνατο κορίτσι του.
Στην πορεία για την οικία του Ιαείρου το πλήθος του κόσμου τον περιέβαλε ασφυκτικά. Μια γυναίκα που πάσχει δώδεκα χρόνια από αιμορραγία, τόσα χρόνια δηλαδή όσα έζησε η ετοιμοθάνατη θυγατέρα του Ιαείρου, αγγίζει τα ιμάτια του Ιησού με απόλυτη εμπιστοσύνη για να αντλήσει τη θεραπευτική δύναμη που έχει ο φέρων τα ιμάτια. Κατά την επαφή συντελείται και η θεραπεία, που την αισθάνεται και η ίδια στο σώμα της, αφού σταματάει η ρύσις του αίματος.
Ο Ιησούς, από τον οποίο, βέβαια, δεν διέλαθε η πράξη της γυναίκας και η θαυματουργική δύναμη που της μετέδωσε, προκαλεί συζήτηση με τους μαθητές του, οι οποίοι δεν φαίνεται να αντιλήφθηκαν τα γενόμενα, όπως συνάγεται από τα όσα λένε, συζήτηση που αποβλέπει στο να ανασύρει τη γυναίκα από την ανωνυμία του πλήθους μέσα στο οποίο – κρυβόταν και να τη φέρει σε μια συνάντηση μαζί του, πρόσωπο με πρόσωπο. Ο φόβος της γυναίκας δικαιολογείται από την αντίληψη της εποχής ότι είναι ακάθαρτη, ένεκα της αιμορραγίας της και, ως εκ τούτου, δεν έχει δικαίωμα συναναστροφής και επαφής με άλλους ανθρώπους – πράγμα που παρέβη, και ίσως η σκέψη της παράβασης και της ενδεχόμενης επίπληξης εκ μέρους του Ιησού, να επιτείνουν το φόβο της.
Ο Ιησούς, αντί να επιπλήξει τη γυναίκα, επαινεί την πίστη της, και με την προσφώνηση «θύγατερ» (παρά την ίσως προχωρημένη ηλικία της) την εντάσσει στη νέα οικογένεια του Θεού, που ο ίδιος εγκαθιδρύει και που κοινό γνώρισμα των μελών της είναι η πίστη και η εφαρμογή του θείου θελήματος.
Ενώ ακόμη ο Ιησούς συνομιλεί με τη θεραπευμένη γυναίκα, απεσταλμένοι από το σπίτι του αρχισυνάγωγου αναγγέλλουν ότι το κορίτσι ήδη πέθανε και ότι δεν υπάρχει λόγος να ενοχληθεί περισσότερο ο διδάσκαλος. Ο Ιησούς, ακούσας απλώς την πληροφορία για τον θάνατο, λέει απευθυνόμενος προς τον αρχισυνάγωγο: Μή Φοβού, μόνον πίστευε. Όταν δε ήλθε στο σπίτι του Ιαείρου, παίρνει μαζί του τους τρεις μαθητές που βρίσκονται μαζί του, τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη και εισέρχεται στο δωμάτιο του πένθους, όπου ο θρήνος και ο κοπετός για το νεκρό κορίτσι έχουν ήδη αρχίσει. Την παρατήρηση του Ιησού ότι δεν χρειάζεται ο θρήνος, γιατί το κορίτσι δεν πέθανε αλλά κοιμάται, αντιμετωπίζουν οι παριστάμενοι με ειρωνεία, νομίζοντας ότι αυτοί γνωρίζουν καλύτερα την πραγματικότητα. Ο Ιησούς, ως κύριος της ζωής και του θανάτου, κρατώντας το νεκρό κορίτσι από το χέρι, απευθύνει με αυθεντικότητα την προσταγή: «η παίς, εγείρου». Η προσταγή πραγματοποιείται αμέσως: Το δωδεκαετές κορίτσι σηκώνεται, ενώ δέος μεγάλο καταλαμβάνει του γονείς της. Η διήγηση κατακλείεται με την εντολή το Ιησού να δώσουν φαγητό στο κορίτσι, ώστε να μην υπάρξει αμφιβολία ότι η ανάσταση είναι αληθινή.
Ο φόβος μπροστά στο τρομακτικό γεγονός του θανάτου μας είναι γνωστό από την καθημερινή εμπειρία. Ο Μεσσίας παρίσταται ως ο Κύριος πάνω στη ασθένεια και το θάνατο, το θέμα της πίστης- εμπιστοσύνης στο θεραπευτή και ζωοδότη Κύριο συνδέει στενά τα δύο επεισόδια. Αυτό που χρειάζεται ο άνθρωπος είναι να προσπέσει με απόλυτη ταπείνωση και εμπιστοσύνη στο έλεος του Θεού. Κατά την αλληγορική ερμηνεία ορισμένων αρχαίων ερμηνευτών της Εκκλησίας, αιμορροούσα είναι η ανθρωπότητα, που δεν μπόρεσε να θεραπευθεί από τους ιατρούς και σοφούς αυτού του κόσμου, αλλά βρήκε τη θεραπεία της κατά τη συνάντησή της με τον Χριστό. Τα θαύματα του Χριστού που μας αφηγούνται οι ευαγγελιστές δείχνουν ακριβώς αυτή την καινούργια πραγματικότητα που εγκαινιάζεται, δείχνουν τον κόσμο της αγάπης, έναν κόσμο χωρίς πόνο και δάκρυα, χωρίς φθορά και καταστροφή, χωρίς το φόβο του θανάτου. Αυτό ο κόσμος δεν αποτελεί άπιαστο όνειρο του μέλλοντος, αλλά είναι τωρινή πραγματικότητα με την εξουσία του Ιησού πάνω στο θάνατο, εξουσία που θα διατρανωθεί με τη δική του ανάσταση απαρχή της δωρεάς της ζωής για την ανθρωπότητα.
Πρωτ. Ν.Δ.