Ο πλούσιος της παραβολής, που ακούσαμε σήμερα, φορούσε πανάκριβα αρχοντικά ενδύματα και διασκέδαζε διοργανώνοντας πλούσια συμπόσια. Δεν νοιαζόταν όταν έβλεπε στην εξώπορτά του τον φτωχό Λάζαρο, ο οποίος ήταν γεμάτος πληγές. Ο πλούσιος ήταν δούλος της φιλαυτίας του. Ήταν λάτρης του εαυτού του. Ήταν κλεισμένος στον εαυτό του «εὐφραινόμενος καθ’ ἡμέραν λαμπρῶς». Η αγάπη για τον εαυτό του είχε νεκρώσει μέσα του κάθε συμπάθεια και κάθε ίχνος φιλανθρωπίας, φιλίας δηλαδή και αγάπης προς τον συνάνθρωπό. OΛάζαρος, αντίθετα, ζώντας μέσα στη φτώχια του, ήθελε να χορτάσει από τα ψίχουλα, που έπεφταν από το τραπέζι του πλουσίου. Αλλά, επιπλέον, καθώς ήταν σχεδόν γυμνός, εξαιτίας της φτώχιας του, έρχονταν οι σκύλοι κι έγλυφαν τις πληγές του.
Ο πλούσιος, βουτηγμένος στην πολυτέλεια και τον υπερμεγέθη πλούτο, κατάληξε να είναι δούλος στα πάθη του, αδιαφορώντας για κάθε φτωχό γύρω του. Η πολυτέλεια τον οδήγησε στην αλαζονεία και την ασπλαχνία. Η αμαρτία, όμως, του πλουσίου δεν ήταν τόσο στα ενδύματά του ή στις τροφές του, όσο στο ότι φρόντιζε μόνο για τον εαυτό του. Η παρουσία του Λαζάρου έξω από το σπίτι του ήταν γι’ αυτόν μια διαρκής υπόμνηση και ευκαιρία αγάπης. Πώς μπορούσε ο πλούσιος να βλέπει τον άλλον να λιμοκτονεί και να μένει τόσο ασυγκίνητος; Το ίδιο παθαίνουμε οι άνθρωποι, όχι μόνο οι πλούσιοι, αλλά όσοι προσκολλούμαστε στα υλικά αγαθά μας, λίγα ή πολλά. Και νομίζουμε πως μ’ αυτά θα ευτυχήσουμε, αδιαφορώντας για τους γύρω μας, τους ενδεείς, τους πεινασμένους. Και χωρίς να το καταλαβαίνουμε σκληραίνει η καρδιά μας και γινόμαστε εγωιστές, κλεισμένοι και συσπειρωμένοι στον εαυτό μας. Μήπως αυτό επιφέρει συνέπειες στην μετά θάνατο ζωή μας; Η παραβολή μάς διδάσκει πως, ναι. Αυτό φαίνεται στη συνέχεια της παραβολής, όπου γίνεται λόγος για το τέλος της επίγειας ζωής, τόσο του Λαζάρου όσο και του πλουσίου.
Πρώτος πέθανε ο φτωχός Λάζαρος. Κανείς, ίσως, να μην έδωσε σημασία στο θάνατό του. Άγγελοι του Θεού, όμως, κατέβηκαν αμέσως από τα ύψη του ουρανού για να μεταφέρουν την ψυχή του στους κόλπους του Αβραάμ, για να βρει ανάπαυση στον παράδεισο. Πέθανε κάποτε και ο πλούσιος και τάφηκε με μεγαλοπρέπεια. Όμως, την ψυχή του δεν την παρέλαβαν άγγελοι του Θεού, αλλά την άρπαξαν με μανία δαίμονες φοβεροί και την οδήγησαν στα σκοτάδια του Άδη. Εκεί ο πλούσιος υπέφερε φρικτά και άρχισε να κραυγάζει και να παρακαλεί: «Πάτερ Αβραάμ, λυπήσου με. Στείλε τον Λάζαρο να βουτήξει την άκρη του δακτύλου του στο νερό και να δροσίσει τη γλώσσα μου, διότι τυραννιέμαι μέσα σ’ αυτή την ανυπόφορη φωτιά». Μέσα από το διάλογο του Αβραάμ με τον πλούσιο καταλαβαίνουμε ότι ο τρόπος της επίγειας ζωής καθορίζει την μέλλουσα ζωή. Πόση ευσπλαχνία δείχνουμε στον πλησίον μας που πεινά, που κρυώνει, που είναι άρρωστος;
Από την Παραβολή αυτή παίρνουμε όλοι μας το μεγάλο δίδαγμα, ότι ο τόπος της αιώνιας κατοικίας μας προσδιορίζεται από τις επίγειες επιλογές μας. Ό,τι κάναμε θα το βρούμε μπροστά μας. Διότι ο καθένας μας προετοιμάζει την ψυχή του για τον αντίστοιχο τόπο. Κι αυτό που έχει μεγάλη σημασία για όλους μας είναι ότι όταν οι άνθρωποι αμαυρώνουμε καθημερινά την ψυχή μας με τις απολαύσεις των αισθήσεων, την καθιστούμε ακατάλληλη για τις ανώτερες πνευματικές απολαύσεις του πνευματικού κόσμου. Πώς να χωρέσει στον Παράδεισο η ψυχή μας, εάν εδώ στη γη ήταν δοσμένη και προσκολλημένη στην ύλη; Πώς να δοκιμάσει τις απερίγραπτες πνευματικές ηδονές του Παραδείσου μία ψυχή που ξέρει μόνο τις απολαύσεις της σαρκός και έχει περιορίσει την ευτυχία της στα φαγητά, στα γλέντια, στα ρούχα; Πώς να γευθεί τον Παράδεισο μία ψυχή σκληρόκαρδη και άπονη ανάμεσα στις εξαγιασμένες ψυχές τόσων ανθρώπων δοκιμασμένων από τον πόνο και τις θλίψεις της ζωής; Η αιώνια λοιπόν ευτυχία μας ή η ατελεύτητη δυστυχία μας μετά τον θάνατο, καθορίζονται από τη διαγωγή που δείχνουμε πριν από τον θάνατό μας, όταν δηλαδή βρισκόμαστε στη ζωή.
Ας μελετήσουμε προσεκτικά την ζωή τόσο του πλουσίου της παραβολής, όσο και εκείνη του Λαζάρου. Ας προβληματιστούμε και ας έχουμε την τόλμη να ερευνήσουμε με ποιάν από τις δύο μοιάζει η δική μας ζωή και ας προβούμε ανάλογα στις απαραίτητες αλλαγές της δικής μας ζωής, για να δώσουμε στον εαυτό μας την προοπτική της αιωνιότητας, στην οποία μας καλεί συνεχώς ο Κύριος και Θεός μας.
Αλέξανδρος Ταπάκης
Θεολόγος