Ο πλούσιος της σημερινής παραβολής είχε στρέψει το ενδιαφέρον του μόνο στον εαυτό του. Μοναδική του έγνοια η εξεύρεση τρόπου αποθήκευσης των καρπών που είχαν αποδώσει τα χωράφια του. Oπλούτος και η άνεση έγιναν τα είδωλά του που του έδιναν την αίσθηση μιας επίγειας αιωνιότητας. «Ψυχή ἔχεις πολλά ἀγαθά εἰς ἔτη πολλά» έλεγε, «ἀναπαύου, φάε, πίε, εὐφραίνου». Αυτή η τραγική προσκόλληση στο «εγώ», του στέρησε τη δυνατότητα να καταλάβει το αληθινό νόημα της ζωής. Δεν μπόρεσε να βγει από τον ατομισμό του και να εκτιμήσει την ευλογία του Θεού, ώστε ευχαριστώντας Τον να μετατρέψει τα αγαθά του σε κοινά αγαθά. Αντί να σκεφθεί πως, με τα πολλά αγαθά που είχε, μπορούσε να προσφέρει ορισμένα από αυτά στους συνανθρώπους του, περιορίστηκε στη σκέψη πού θα τα αποθήκευε, ώστε να διασφαλίσει για τον εαυτό του μια πολυτελή και άνετη ζωή για χρόνια πολλά.
Ο Χριστός είπε την παραβολή του άφρονος πλουσίου για να τονίσει τα φρικτά αποτελέσματα του εγωισμού και της πλεονεξίας. Τα δύο αυτά ανθρώπινα πάθη, διότι πρόκειται περί παθών, απομακρύνουν τον άνθρωπο τόσο από τον ίδιο τον Θεό όσο και από τους άλλους ανθρώπους, τους συνανθρώπους του.
Ο πλεονέκτης θησαυρίζει για τον εαυτό του. Η πλεονεξία είναι μια πνευματική ασθένεια με πολλές εκδηλώσεις. Βασικό της γνώρισμα είναι ότι στηρίζει την ανθρώπινη ζωή σε δυνάμεις έξω από τον Θεό όπως είναι τα χρήματα, τα κτήματα, τα αξιώματα κ.ά. Για ένα πλεονέκτη, όπως είναι ο άφρον πλούσιος της παραβολής, κέντρο όλων των δραστηριοτήτων του είναι ο εαυτός του. Ένας πλεονέκτης αγνοεί την πρόνοια του Θεού και ο κόσμος γι΄ αυτόν είναι θήραμα χωρίς ιδιοκτήτη – δεν την αισθάνεται ως προσωπική δωρεά του Θεού. Ο πλεονέκτης, επιπλέον, στηρίζεται στις δικές του δυνάμεις και θεωρεί τον πλούτο ως προσωπική ιδιοκτησία και όχι μέσο με το οποίο μπορεί να εκδηλώσει την αγάπη του. Γιατί ο πλεονέκτης δεν αγαπά.
Βουτηγμένος, όμως ο πλούσιος της παραβολής στην πλεονεξία του, δεν σκέφθηκε ποτέ τον θάνατο ούτε την προοπτική της αιωνιότητας. Και καθώς σκεφτόταν τι να κάνει τα πλούτη του, ξαφνικά, ήρθε η ώρα του θανάτου! Ο θάνατος ήλθε για αυτόν τη νύχτα, την οποία ονειρευόταν ότι θα άρχιζε να απολαμβάνει για πολλά χρόνια ακόμη τα πλούτη του. Εκείνη η νύχτα όμως έγινε γι’ αυτόν νύχτα αγωνίας και τρόμου. Μια νύχτα ατελείωτη και φρικτή. «Τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸσοῦ». Ποιοι άραγε; Οι δαίμονες στους οποίους παρέδωσε την ψυχή του.
Διότι όσοι είναι προσκολλημένοι στα υλικά αγαθά, την ώρα του θανάτου τους είναι εντελώς απροετοίμαστοι. Εγκαταλείπουν πίσω τους όλα εκείνα για τα οποία μόχθησαν και με πολλές αγωνιώδεις φροντίδες συγκέντρωσαν, και φεύγουν από τον κόσμο αυτό πάμφτωχοι, άδειοι από καλά έργα κι απ’ τη χάρη του Θεού.
Για τους δικαίους, όμως, για τους ελεήμονες και τους φιλάνθρωπους, μα και για όλους εκείνους που πιστεύουν στο Θεό, η τελευταία μέρα ή νύχτα της ζωής τους, είναι η πιο χαρμόσυνη στιγμή. Είναι η είσοδος στη Βασιλεία του Θεού. Εμείς, αλήθεια, πώς θα βρεθούμε την τελευταία μας ώρα; Το έχουμε σκεφτεί, άραγε αυτό; Είναι φοβερό να έχουμε την κατάληξη του πλουσίου της Παραβολής. Γι’ αυτό, ας καταπολεμούμε κάθε εγωισμό και πλεονεξία, κι ας αποταμιεύουμε τα αγαθά μας στις αποθήκες του ουρανού, μοιράζοντάς τα στους πεινασμένους και ενδεείς. Έτσι, θα μπορέσουμε να πορευτούμε στην αιωνιότητα του Θεού, πορεία που αποτελεί και τον σκοπό της χριστιανικής ζωής.