Τὸ θαῦμα ποὺ μᾶς μεταφέρει ἡ σημερινὴ Εὐαγγελικὴ περικοπὴ ἀκολουθεῖ ἔνα ἄλλο, αὐτὸ τῆς κατάπαυσης τῆς τρικυμίας τῆς θάλασσας. Γιὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο δὲν εἶναι σύμπτωση, ἀλλὰ γίνεται ἐπειδὴ «αὐτοὶ ποὺ δὲν ἄκουαν τὴ φουρτουνιασμένη θάλασσα νὰ ὑποτάσσεται στὴν θείαν ἐντολή, τώρα ἀκούουν τοὺς δαίμονες νὰ παραπονιοῦνται «τί ἡμῖν καὶ σοί, Ἰησοῦ υἱὲ τοῦ Θεοῦ; ἦλθες ὧδε πρὸ καιροῦ βασανίσαι ἡμᾶς;»
Τὸ ἐπεισόδιο γίνεται στὴ χώρα τῶν Γαδαρηνῶν, ἤ Γεργεσηνῶν, ποὺ βρισκόταν «ἀντίπερα τῆς Γαλιλαίας», δηλαδὴ στὴν ἀνατολικὴ ὄχθη τῆς Λίμνης τῆς Γαλιλαίας, περιοχὴ ποὺ ἀνῆκε στὴν ἐπαρχία τῆς Δεκάπολης. Ἡ ἐκτροφὴ τῶν χοίρων παραπέμπει σὲ παρουσία εἰδωλολατρῶν, ἀφοῦ ὁ χοῖρος ἀνῆκε στὰ ἀκάθαρτα γιὰ τοὺς Ἑβραίους ζῶα, ὁμάδα ποὺ περιλάμβανε ζῶα μὲ δίχηλην ὁπλὴν καὶ δὲν ἀναμασοῦν τὴν τροφή τους, ἡ δὲ ἀπαγόρευση ἀφοροῦσε τὴν προστασία τῆς ὑγείας τοῦ λαοῦ, παρὰ σὲ κάποια ἀνυπόστατη νομικίστικη διάταξη.
Μόλις τὸ πλοιάριο προσαράζει στὴν παραλία καὶ ὁ Ἰησοῦς κατεβαίνει ἀπ’ αὐτό, Τὸν συναντοῦν «δύο δαιμονιζόμενοι ἐκ τῶν μνημείων ἐξερχόμενοι, χαλεποὶ λίαν, ὥστε μὴ ἰσχύειν τινὰ παρελθεῖν διὰ τῆς ὁδοῦ ἐκείνης». Ἡ περιγραφὴ ἀπὸ τὸν ἱερὸ συγγραφέα παραπέμπει σὲ νόσημα ποὺ ἐπηρεάζει σοβαρὰ τὴ ζωὴ τοῦ ἀσθενοῦς, καὶ ἐπιπλέον θέτει σὲ κίνδυνο τοὺς συνανθρώπους του. Οἱ δαιμονιζόμενοι ζοῦσαν σὲ τόπους ταφῆς νεκρῶν, ἦταν στὴν ἐμφάνιση τραχεῖς καὶ ἐπιθετικοί, τόσο ποὺ ἡ διάβαση περαστικῶν ἀπὸ τὴν περιοχὴ γινόταν μόνο μὲ δική τους εὐθύνη – ὥστε δὲν πρόκειται γιὰ σωματικὴν ἀσθένεια, ἀλλὰ γιὰ ψυχικὴ ποὺ μετέτρεπε τοὺς ἀνθρώπους σὲ ἐπικίνδυνους γιὰ τὴ κοινωνία. Μὲ ἄλλα λόγια, τὰ δαιμόνια ποὺ ζοῦσαν μέσα τους, εἶχαν τὴν ἀπόλυτη ἐξουσία πάνω τους καὶ τοὺς ἔκαναν ὑποχείρια ὄργανά τους.
Κι’ ὅμως, μπορεῖ στὴ συνάντησή τους μὲ τὸν Ἱησοῦν τὰ δαιμόνια νὰ βγάζουν τὴν ἐπιθετικότητα («τί ἡμῖν καὶ σοί»), ὅμως ἀφ’ ἐνὸς Τὸν ἀναγνωρίζουν ὡς «τὸν υἱὸν τοῦ Θεοῦ», καὶ ἀφ’ ἑτέρου διαμαρτύρονται γιὰ τὴν τιμωρία πού, ναὶ μὲν γνωρίζουν ὅτι θὰ ἔχουν, ὅμως τὴν θεωροῦν ἄκαιρη! Ὅπως τὸ ἑρμηνεύει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, «θεώρησαν πὼς ἤδη ἦρθε σ’ αὐτοὺς ἡ ὤρα τῆς κόλασης, καὶ ἀντέδρασαν ὑπερβολικὰ ὡσὰν ἤδη νὰ βρίσκονταν στὴ τιμωρία». Κι’ ὅμως, ἡ παραδοχὴ ὅτι ἡ τιμωρία τους ἔχει ἤδη ἀποφασιστεῖ, φανερώνει καὶ τὴν ἐνοχή τους, καὶ μάλιστα ὅτι εἶχαν συλληφθεῖ ἐπ’ αὐτοφώρῳ «νὰ κάνουν τὰ φοβερὰ ἐκείνα κακὰ καὶ παράνομα, καὶ νὰ καταστρέφουν καὶ νὰ τιμωροῦν παντοιοτρόπως καὶ χωρὶς ἔλεος τὸν ἄνθρωπο ποὺ ὁ Θεὸς δημιούργησε».
Καὶ σἀν νὰ μὴν ἔφτανε αὐτό, ἀφοῦ ἦταν ἤδη χάμενοι, σκέφτηκαν πώς, ἅν καὶ πλέον ἀδυνατοῦσαν νὰ πάρουν μαζί τους ὡς λάφυρο τοὺς ἀνθρώπους, ἄς ἔπαιρναν τουλάχιστο στὴ καταστροφὴ τοὺς χοίρους! Ὁποία κατάντια λοιπόν, αὐτοὶ ποὺ πρὶν ἀπὸ λίγη ὥρα ἦταν οἱ ἐξουσιαστὲς καὶ τὸ φόβητρο, τώρα νὰ παρακαλοῦν καὶ νὰ ἐπιλέγουν ὡς νέο σπιτικό τους, τοὺς χοίρους. Δὲν γνωρίζουμε ἄν χάρηκαν ἤ λυπήθηκαν ὅταν ὁ Θεάνθρωπος τοὺς τὸ ἐπέτρεψε, «καὶ εἶπεν αὐτοῖς· ὑπάγετε», ὅμως ἦταν μιὰ λέξη κλειδί, ὅπως μία λέξη ἦταν ἀρκετὴ γιὰ νὰ δημιουργηθεῖ ὁ κόσμος, καὶ μιὰ πνοὴ νὰ μετατρέψει τὸν ἄνθρωπον «εἰς ψυχὴν ζῶσαν». Τὸ ἀποτελέσμα αὐτῆς τῆς λέξης ἦταν φοβερό – τὸ ῥῆμα «ὀρμαίνω – ὀρμάω» παραπέμπει σὲ ἄμεση, ἀπρόβλεπτη καὶ βίαιη ἀντίδραση, ποὺ ἔχει ὡς ἀποτέλεσμα τὴν καταστροφὴ καὶ τὸν ὄλεθρον. Τὸ πήδημα στὸ γκρεμνὸ καὶ ὁ πνιγμὸς τοῦ κοπαδιοῦ τῶν χοίρων ξάφνιασε τοὺς βοσκούς τους, οἱ ὁποίοι εἰδοποίησαν τοὺς κατοίκους τῆς πόλης τους, ποὺ σίγουρα θὰ εἶχαν οἰκονομικὰ ὀφέλη ἀπὸ τὴν παράνομη ἐκτροφὴ τῶν χοίρων. Ἡ τελευταία πράξη εἶναι καὶ ἡ πιὸ τραγική γι’ αὐτούς: αὐτοὶ ποὺ εἶχαν ἀποδεχτεῖ τὴν παρουσία τῶν δαιμονίων στοὺς συνανθρώπους τους, τώρα ζητοῦν ἀπὸ τὸν σωτῆρα τους νὰ φύγει: «παρεκάλεσαν ὅπως μεταβῇ ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν».
Ποιὰ εἶναι τὰ μηνύματα ποὺ μᾶς δίνει τὸ ἐπεισόδιο;
α) Ἄν καὶ στὴν Χαναναία ὁ Θεάνθρωπος λέει «οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἶκου Ἰσραἠλ», ἐπισκέπτεται καὶ περιοχὲς ποὺ εἶναι ἔξω ἀπὸ τὸν Ἰσραήλ, ἐπιβεβαιώνοντας ἔτσι ὅτι εἶναι «τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς, ἡ οἰκουμένη καὶ πάντες οἱ κατοικοῦντες ἐν αὐτῇ».
β) Δὲν νιώθει καμιὰ ντροπὴ νὰ συναντήσει τὰ πλάσματά Του, ὅσο «χαλεποὶ λίαν» καὶ κυριευμένοι ἀπὸ τὸν διάβολο νὰ εἶναι. Ἄλλωστε, ὅπως δηλώνει «οὐ γὰρ ἦλθον καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν».
γ) Ἡ ὕπαρξη δαιμονικῶν πνευμάτων εἶναι ἀδιαφιλονίκητη, καὶ περιγράφεται ἀπὸ τὸν προφήτη Ἡσαΐα ὡς ὑπέρμετρη περηφάνια. Ὁ διάβολος ἔβαλε πάνω ἀπ’ ὅλα τὸ δικό του «ἐγώ», καὶ τότε ἔπεσε «ὡς ἀστραπὴ» πού, μπορει μὲν νὰ σχίζει τὸν οὐρανὸ καὶ νὰ φωτίζει τὴ γῆ, ὅμως εἶναι ἕνα στιγμιαῖο πέρασμα, πρὶν ἐπικρατήσει ξανὰ τὸ ἀπόλυτο σκοτάδι.
δ) Οἱ δαίμονες ἀναγνωρίζουν τὸν Ἰησοῦν ὡς «υἱὸν τοῦ Θεοῦ», ὡς κάποιον στὸν ὁποῖον πρέπει νὰ ὑπακούσουν γιὰ νὰ ἔχουν τὴ πιθανότητα νὰ κερδήσουν κάτι.
ε) Ἄν τὸ ἀποτέλεσμα τῆς εἰσόδου τῶν δαιμόνων στοὺς χοίρους εἶναι καταστρεπτικό, δὲν μποροῦμε κἄν νὰ φανταστοῦμε πόσο χειρότερα γιὰ τοὺς ἀνθρώπους. Ἡ περιγραφὴ τῶν δαιμονιζομένων εἶναι διαφωτιστική, ὅμως τὰ παραδείγματα ἀπὸ τὴ σύγχρονη πραγματικότητα φωνάζουν πολὺ πιὸ δυνατά – ἄνθρωποι ὑποχείριοι τῶν ἐξαρτήσεων, τῶν ἰδεολογιῶν ἤ τῶν ἀνθρωποκεντρικῶν τάσεων τῆς σημερινῆς κοινωνίας, νὰ ὑποφέρουν καὶ νὰ ἐξευτελίζονται αὐτο-εγκλωβισμένοι σὲ ἀδιέξοδες καταστάσεις, γιατὶ δὲν ἔχουν τὴ δύναμη νὰ ἀναγνωρίσουν πώς, μόνο ἕνας, ὁ Θεός, εἶναι ὁ πραγματικὸς ἐξουσιαστὴς καὶ τῶν δαιμόνων, ἄρα μόνο Αὐτὸς μπορεῖ νὰ τοὺς ἀπελευθερώσει ἀπὸ αὐτούς.
ς) Τὸ φρικτὸ τέλος τῶν χοίρων δὲν παρουσιάζει τὸν Ἰησοῦν ὡς τιμωρὸ τῶν ζώων, ἀλλὰ τῆς ἀκαθαρσίας μὲ τὴν ὁποίαν τὸ συγκεκριμένο ζῶο εἶναι συνδεδεμένο, ὅπως ἐπίσης καὶ τῆς ἀπληστίας αὐτῶν ποὺ παράβαιναν κατάφωρα τὸ Νόμο, γιὰ νὰ ἔχουν οἰκονομικὸ κέρδος.
ζ) Ὁ ἄνθρωπος ἐπιμένει νὰ κάνει κακὴ χρήση τῆς ἐλευθερίας τῆς βουλήσεως, καὶ γι’ αὐτὸ ἐξακολουθεῖ νὰ ἀντιμετωπίζει προβλήματα παραβατικότητας στὴ κοινωνία ποὺ ζεῖ.
Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς αὐτοσυστήνεται καὶ ὡς «ἠ θύρα» διὰ τῆς ὁποίας «ἐάν τις εἰσέλθῃ, σωθήσεται, καὶ εἰσελεύσεται καὶ ἐξελεύσεται, καὶ νομὴν εὑρήσει». Ἡ ψυχή του ἀνθρώπου ἔχει μιὰ θύρα, καὶ ἐναπόκειται στὸν ἴδιον ποιὸν θὰ ἔχει ὡς θυρωρό της, ἀλλὰ καὶ σὲ ποιὸν θὰ ἐπιτρέψει νὰ μπεῖ μέσα, καὶ σὲ ποιὸν θὰ πεῖ τὸ σθεναρὸ ‘’ὄχι’’. Ὁ χριστιανὸς ποὺ σφραγίζει τὴν ψυχή του μὲ τὸν σταυρὸ δὲν κινδυνεύει νὰ κατακτηθεῖ ἀπὸ τὰ δαιμόνια, τὰ ὁποία «παντοῦ ἔχουν μάθει νὰ κάνουν τοὺς ἀνθρώπους νὰ ὑποφέρουν, καὶ αὐτὰ νὰ χαίρονται ὅταν καταφέρουν νὰ καταστρέψουν κάποιον». Ἄς καταλάβουμε λοιπὸν τὸ συμφέρον μας, ποὺ δὲν εἶναι οὕτε τὸ οἰκονομικόν, οὕτε αὐτὸ ποὺ φέρνει στιγμιαία ἡδονὴ καὶ ἱκανοποίηση, ἀλλὰ ἡ συνάντησή μας μὲ τὸν Χριστόν. Αὐτὸν ποὺ μπορεῖ νὰ ἐκδιώξει τὰ λογῆς-λογῆς δαιμόνια καὶ νὰ γίνει καὶ γιὰ μᾶς «βοηθὸς καὶ σκεπαστὴς» στὸ δρόμο καὶ τῆς δικῆς μας σωτηρίας.
Πρωτοπρεσβύτερος π. Στέφανος Χρυσάνθου