Δύο περιστατικά βλέπουμε στην ευαγγελική περικοπή που ακούσαμε σήμερα. Και τα δύο φανερώνουν τη μεγάλη δύναμη που έχει η πίστη.
Πρωταγωνίστρια της πρώτης περίπτωσης είναι μια απλή γυναίκα. Δε θεωρεί άξιο τον εαυτό της να ενοχλήσει τον Κύριο και να του πει το πρόβλημά της. Για δώδεκα χρόνια υποφέρει από την συνεχή ρύση αίματος και ξόδεψε στους γιατρούς όλη την περιουσία της, χωρίς κανένα αποτέλεσμα. Με ταπείνωση υπομένει τη δοκιμασία αυτή και μέσα στα βάθη της ψυχής της είναι ριζωμένη μια αληθινή πίστη. Δεν θέλει να ενοχλήσει τον Κύριο λέγοντάς του το πρόβλημά της.
Η καρδιά της φλέγεται από την πίστη. Πιστεύει ακράδαντα, ότι αν πλησιάσει το Χριστό κι αγγίξει την άκρη του φορέματός του, θα γίνει σίγουρα καλά. Δύο όμως εμπόδια την κρατούν μακριά από τον Χριστό. Το ένα είναι ο όχλος που συνθλίβει τον Κύριο και το άλλο η ντροπή, που από ταπείνωση αισθάνεται, γιατί αυτή μια ακάθαρτη, δεν τολμά να πλησιάσει τον καθαρότατο Κύριο.
Πιστεύοντας όμως, στο απέραντο έλεος του Κυρίου, σε κάποια στιγμή τολμά, πλησιάζει το Χριστό και με πολλή λαχτάρα αγγίζει με τα δάχτυλά της την άκρη του ιματίου του Κυρίου. Και αμέσως έγινε το Θαύμα. Όπως λέγει ο Ευαγγελιστής Λουκάς: «Έστη, παραχρήμα, η ρύσις του αίματος αυτής».
Ο Κύριος θέλει να φανερώσει το θαύμα και ρωτά. «Ποιος με άγγιξε;» Οι μαθητές του Χριστού, που δεν κατάλαβαν το νόημα της ερώτησης, απαντούν: «Κύριε, τόσοι συνωστίζονται γύρω σου και σε συνθλίβουν κι εσύ ερωτάς ποιος σε άγγιξε; Ο Κύριος επιμένει: «Κατάλαβα να φεύγει δύναμη από πάνω μου». Και κοίταζε γύρω, να κάμει τη γυναίκα να φανερωθεί.
Εκείνη με ειλικρίνεια και με τρεμάμενα χείλη ομολόγησε τι είχε συμβεί. Αυτό ήταν αρκετό για να πλέξει ο Κύριος το εγκώμιó της και να την καταστήσει μεγάλο δάσκαλο και τρανό παράδειγμα πίστεως, λέγοντας: «Η πίστις σου σέσωκέ σε, πορεύου εις ειρήνην». Η αιμορροούσα πήρε σαν βραβείο της θερμής πίστεώς της , δύο δώρα από τον Κύριο, την υγεία του σώματος και την ειρήνη της ψυχής της.
Στη δεύτερη περίπτωση του σημερινού ευαγγελίου πρωταγωνιστής είναι ένας μορφωμένος, πλούσιος άνθρωπος, με ψηλή κοινωνική θέση. Ήταν αρχισυνάγωγος, δηλαδή αρχηγός της συναγωγής των Εβραίων της Καπερναούμ. Παρόλη την υψηλή του κοινωνική θέση ο αρχισυνάγωγος αυτός, ο Ιάειρος, δεν ντρέπεται να απευθυνθεί στον Κύριο. Μεγάλο πρόβλημα τον συνθλίβει και τον βασανίζει. Η μοναχοκόρη του πεθαίνει. Ο πόνος του είναι αβάσταχτος και η αγωνία τον κρατεί. Έχει ακούσει για το μεγάλο δάσκαλο και θαυματουργό, τον Χριστό. Γι’ αυτό τρέχει κοντά του με ταπείνωση και πίστη γονατίζει και παρακαλεί τον Χριστό να θεραπεύσει την μοναχοκόρη του.
Ο Κύριος εκτιμά την ταπείνωση και την πίστη του αρχισυνάγωγου, αφήνει το σπίτι, όπου ήταν καλεσμένος σε τραπέζι και ξεκινά για το σπίτι του Ιαείρου. Στο δρόμο η πίστη του αρχισυνάγωγου δοκιμάζεται. Ένας απεσταλμένος του φέρνει το δυσάρεστο νέο: «Η κόρη σου πέθανε, μην ενοχλείς τον Δάσκαλο.»
Ο Ιάειρος δεν ταράκτηκε, δεν απογοητεύτηκε, δεν ξέσπασε σε κραυγές απελπισίας. Ο αρχηγός της ζωής και του θανάτου ήταν δίπλα του και τον βεβαίωνε: «Μη φοβού, μόνον πίστευε και η θυγάτηρ σου σωθήσεται». Σε λίγο είδε πραγματικά τη νεκρή κόρη. Γύρω όλοι θρηνούν. Εκείνος δεν ενώνει το θρήνο του μαζί τους. Πιστεύει και ελπίζει.
Στο πλήθος που μαζεύτηκε στο σπίτι του Ιαείρου και θρηνούσε το θάνατο της μοναχοκόρης του, ο Κύριος λέγει:«Μη κλαίετε. Ουκ απέθανε, αλλά καθεύδει». Ο κόσμος , που ήξερε σίγουρα ότι πέθανε η κόρη, δεν άντεξε να μην περιγελάσει τα λόγια του Χριστού.
Ο Χριστός προχωρεί προς το νεκρικό κρεβάτι και με τη θεϊκή του δύναμη δίνει πάλι ζωή στο άψυχο σώμα της μικρής κόρης. Πολύ δικαιολογημένα οι πονεμένοι γονείς αισθάνονται απέραντη χαρά για το θαύμα και εκφράζουν απέραντη ευγνωμοσύνη προς τον δωρεοδότη Κύριο.
Ποια είναι τα διδάγματα για μας τους χριστιανούς από τη συμπεριφορά του Χριστού προς τον Ιάειρο και την αιμορρoούσα γυναίκα;
Οι άνθρωποι του σημερινού ευαγγελίου είναι ταπεινοί και έχουν και οι δύο μεγάλη δύναμη της πίστης. Ο Ιάειρος παρακαλεί δυνατά τον Κύριο, έχει την δεόμενη πίστη, η δεύτερη σιωπά και πιστεύει ότι με ένα άγγιγμα θα γίνει καλά. Η πίστη της είναι σιωπώσα, αλλά θερμή και σταθερή.
Και στις δυο περιπτώσεις η πίστη βγαίνει νικήτρια. Ας αγωνιστούμε, λοιπόν, να αποκτήσουμε κι εμείς μια σταθερή και θερμή πίστη. Η δύναμη της πίστης είναι πολύ μεγάλη, τόσο μεγάλη, που μπορεί να μετακινήσει ακόμη και όρη, όπως είπε ο Κύριος. Όταν υστερούμε, λοιπόν, σε αυτήν ας παρακαλούμε τον Κύριο να μας ενισχύει στον αγώνα της πίστης, παρακαλώντας, όπως έκαμαν κάποτε και οι Απόστολοι: «Κύριε, πρόσθες ημίν πίστιν».
Αλέξανδρος Ταπάκης
Θεολόγος