Ἡ βάπτιση τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀπὸ τὸν Ἰωάννη στὸν Ἰορδάνη κατανοεῖται ἀπόλυτα ἀπὸ τὸν λόγο ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος λέει στὸν Βαπτιστή: «οὕτω γὰρ πρέπον ἐστὶν ἡμῖν πληρῶσαι πᾶσαν δικαιοσύνην». Ὁ Εὐθύμιος Ζιγαβηνὸς περιγράφει αὐτὴ τὴ δήλωση, βάζοντας στὸ στόμα τοῦΧριστοῦ αὐτὰ τὰ λόγια: «Ὅπως ὁ παλαιὸς Ἀδὰμ δὲν τήρησε τὴν μίαν ἐντολὴν ποὺ πῆρε, ἔτσι κι’ ἐγὼ, ποὺ εἶναι ὁ νέος Ἀδὰμ, σ’ ἀντίθεση μ’ αὐτὸν θὰ τὶς τηρήσω ὅλες, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰσυμπληρώσω αὐτὸ ποὺ ἐκεῖνος ὑστέρησε». Ὡς τέλειος ἄνθρωπος εἶχε μέχρι τότε ὑποστεῖ κάθε τι ποὺ ὁ ἴδιος ὡς τέλειος Θεὸς εἶχε νομοθετήσει: τὴν γέννηση, τὴν περιτομή, τὴν παρουσίαση στὸ Ναό, καὶ τὴν ἐν γένει τήρηση τῶν θρησκευτικῶν καθηκόντων. Ὁ Ἰωάννης παίρνει τὴν θείαν ἐντολὴ νὰβαπτίζει «ἐν ὕδατι», γιὰ νὰ προετοιμάσει τὸν δρόμο, νὰ γίνει ὁ πρόδρομος «τῆς παρουσίας Χριστοῦ», νὰ καθαρίσει τοὺς ἀνθρώπους μὲ τὴν ἐξομολόγηση τῶν ἁμαρτιῶν τους καὶ τὴν σωματικὴκάθαρση, γιὰ νὰ ὑποδεχθοῦν ὅπως ἁρμόζει τὸν ἀναμάρτητο Θεἀνθρωπο, ὁ ὁποῖος θὰ βαπτίσει «ἐν Πνεύματι ἁγίῳ καὶ πυρί», ἐγκαινιάζοντας μιὰ νέα τάξη πραγμάτων.
Εἶναι γι’ αὐτὸ ποὺ τὸ ἔργο τοῦ Ἰωάννη κατανοεῖται ὡς προπαρασκευαστικό, γι’ αὐτὸ καὶμόλις τὸ ὁλοκλήρωσε ἀνακοινώνοντας τὴν ἄφιξη τοῦ Θεανθρώπου μὲ τὰ λόγια «ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦΘεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου», «παρεδόθη», δηλαδὴ μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ συνελήφθηκε ἀπὸ τὸν Ἡρῴδη. Γιὰ τοὺς εὐαγγελιστές, ἡ ἀρχὴ τοῦ ἔργου τοῦ Θεανθρώπου καταγράφεται μὲ τὴν φράση «καταλιπὼν τὴν Ναζαρέτ ἐλθὼν κατῴκησεν εἰς Καπερναοὺμ τὴν παραθαλασσίαν». Ἐγκαταλείπει ὁ Ἰησοῦς τὴν Ναζαρέτ, καὶ κάνει κατοικία Του τὴν Καπερναούμ. Φεύγει ἀπὸ αὐτοὺς στοὺς ὁποίους ἔκανε τὴν ὕψιστη τιμὴ νὰ ζήσει ἀνάμεσά τους, νὰ πάρει τὸ προσωνύμιο ‘’Ναζωραῖος’’, καὶ χάνουν δηλαδὴ τὴν εὐκαιρία νὰ εἶναι μὲ τὸν Θεόν, καὶ ὡς ἐκ τούτου νὰ δοῦν κι’ αὐτοὶ τὸ «φῶς μέγα» νὰ ἀνατέλλει. Πεισματικὰ καὶ ἄῤῥηκτα κολλημένοι «ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷθανάτου», δὲν θέλησαν νὰ ἀκούσουν τὸ κήρυγμα ποὺ θὰ τοὺς ἀπελευθέρωνε ἀπὸ τὰ τετριμμένα.
Καὶ γιὰ νὰ μὴ νομίσουμε ὅτι εἶναι οἱ μοναδικοί, καὶ νὰ ἐπαναπαυθοῦμε ἔτσι μὲ τὸν ἰσχυρισμὸ ὅτι «ἐμεῖς δὲν εἴμαστε τόσο ἀγνώμονες ὅσο αὐτοί!», νὰ ὑπενθυμίσουμε ὅτι καὶ σὲ ἄλλη μιὰ περίπτωση ὁ Θεάνθρωπος ἐγκαταλείπει «τὰ πρόβατα τὰ ἀπωλολότα οἴκου Ἰσραήλ». Ἀμέσως μετὰ τὴν θριαμβευτική Του εἴσοδο στὰ Ἱεροσόλυμα καὶ τὴν ἐκδίωξη τῶν ἐμπόρων ἀπὸ τὸ Ναό, δὲν ἦταν οἱ ἀτίθασοι καὶ κακόφημοι Ναζωραίοι ποὺ «ἠγανάκτησαν», ἀλλὰ οἱ εὐηπόληπτοι ἀρχιερεῖς καὶγραμματεῖς, μὲ ἀποτέλεσμα «καταλιπὼν αὐτοὺς» νὰ ἀποσυρθεῖ στὴν ταπεινὴ Βηθανία. Καὶ ἐνῷαὐτοὶ ποὺ ἐγκαταλείφθηκαν θὰ κατακλύζονταν ἀπὸ τὰ μίση καὶ τὰ πάθη τους, ἐκείνοι ποὺ τοῦἄνοιξαν τὴν πόρτα καὶ τὴ καρδιά τους, ὁ φίλος ὁ Λάζαρος μὲ τὶς ἀδελφές του, Μάρθα καὶ Μαρία, ὁΣίμων ὁ Λεπρὸς ποὺ παρέθεσε δεῖπνο πρὸς τιμή του, καὶ ἡ «ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή», τῆς ὁποίας «λαληθήσεται καὶ ὅ ἐποίησεν εἰς μνημόσυνον αὐτῆς», ἐκείνοι θὰ ζοῦσαν κοντά Του καὶ θὰ γεύονταν τὶς χαρὲς τοῦ παραδείσου. Ὀ ἴδιος ὁ Θεάνθρωπος ἦταν ἄλλωστε ποὺ βεβαιώνει πώς, «ἐν ἐμοὶ εἰρήνην ἔχητε. ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε· ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον».
«Ἀπὸ τότε ἤρξατο ὁ Ἰησοῦς κηρύσσειν καὶ λέγειν· μετανοεῖτε· ἤγγικε γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». Ἡ ἀπόφαση τοῦ Ἰησοῦ νὰ ζήσει στὰ βόρεια θὰ εἶναι καθοριστικὴ γιὰ τὴ συνέχεια. Στὸνότο βρισκόταν τὸ «θεμέλιον τῆς εἰρήνης», ἡ Ἱερουσαλήμ – σ’ αὐτὴν ἦταν ὁ Ναὸς τὸν ὁποῖον όφειλαν οἱ Ἑβραίοι νὰ ἐπισκέπτονται γιὰ νὰ ἐκτελοῦν τὰ θρησκευτικά τους καθήκοντα καὶ νὰπληρώνουν τὸν ἐτήσιο φόρο σ’ αὐτόν, ἐκεῖ κυκλοφοροῦσαν μὲ ἐπιβλητικότητα οἱ καθολικὰἀναγνωρισμένοι ὡς σεβάσμιοι, Φαρισαίοι. Μέχρι τοὺς χρόνους τῆς ενανθρώπησης, Ἰερουσαλὴμ καὶΝαὸς εἶχαν μετατραπεῖ σὲ ἀναπόσπαστα στοιχεία, καὶ ἡ κατάκτηση τοῦ ἑνὸς σήμαινε καὶ τὴν κατάλυση τοῦ ἄλλου. Ἀντίθετα, ἡ Γαλιλαία εἶχε ταυτιστεῖ μὲ τὴν ἐπαίσχυντη Ῥωμαϊκὴ κατοχή, σ’ αὐτὴν παρέμενε ὁ Ῥωμαῖος Διοικητής, καὶ ἡ περιοχὴ κατοικεῖτο στὴν πλειοψηφία τους ἀπὸἀνθρώπους ποὺ εἶχαν μεταφερθεῖ ὡς ἔποικοι ἀπὸ διάφορες χῶρες – κάτι ποὺ συμφωνεῖ ἀπόλυτα μὲτὸν χαρακτηρισμό της ὡς «Γαλιλαία τῶν ἐθνῶν», καὶ ὡς «ὁ λαὸς ὁ καθήμενος ἐν σκότει». Σ’ αὐτὴν τὴν περιοχὴ ποὺ μαστιζόταν ἀπὸ τὴν πνευματικὴ νέκρα, ἔρχεται γιὰ νὰ δώσει τὸ φῶς τῆς ἀλήθειας ὁ Σωτῆρας: ἐδῶ κάνει τὶς πιὸ σημαντικὲς δημόσιες ὁμιλίες Του, ἀλλὰ καὶ τὰ περισσότερα θαύματά του, ἀφοῦ ὅπως ἐπισημαίνει καὶ ὁ ἴδιος, «οὐ χρείαν ἔχουσιν οἱ ἰσχύοντες ἰατροῦ, ἀλλ᾿ οἱ κακῶς ἔχοντες».
Ἡ μεταπτωτικὴ κατάσταση στὴν ὁποία καλεῖται πλέον νὰ ζήσει ὁ ἄνθρωπος, μπορεῖκάλλιστα νὰ χαρακτηριστεῖ ὡς «χώρα καὶ σκιὰ θανάτου». Ὁ καθένας βιώνει τὶς δικές του δυσκολίες τῆς καθημερινότητας, καὶ ὅλοι ὑπόκεινται στὴ γήρανση, τὴν ἀσθένεια καὶ τὸν θάνατο τοῦ σώματος. Ἡ ἀνθρωπότητα προσπάθησε νὰ κατανοήσει καὶ νὰ διορθώσει, ἤ τουλάχιστον νὰ ἀπαλύνει, τὰτραγικὰ ἀποτελέσματα αὐτῆς τῆς πραγματικότητας, περιοδικὰ μὲ μεγαλύτερη ἤ λιγότερη ἐπιτυχία. Δυστυχῶς, καὶ στὶς περισσότερες τῶν περιπτώσεων, αὐτὴ ἡ προσπάθεια ἐπικεντρώθηκε στὴν τεχνολογικὴ ἀνάπτυξη, τὴν βελτίωση τῆς ποιότητας ζωῆς, τὸν εὐδαιμονισμὸ καὶ τὴν χρησιμοθηρία. Αὐτὰ μπορεῖ νὰ ἀγοράζονται, ἄραγε ὅμως μποροῦν νὰ συγκριθοῦν μὲ τὴν πραγματικὴ εὐτυχία; Ὁπλούσιος τῆς παραβολῆς μπορεῖ νὰ ἔκτισε τὴν εὐτυχία του στὰ ὑλικὰ ἀγαθά, γιὰ νὰ διαπιστώσει πολὺ γρήγορα ὅτι αὐτοῦ τοῦ εἴδους ἡ εὐτυχία διαρκεῖ ἐλάχιστα, κι’ αὐτὸ, γιατὶ ἀπουσιάζει ἀπὸ τὴζωή του Αὐτὸς ποὺ τοῦ τὰ ἔδωσε. Ἄρα στὴν πραγματικότητα, δὲν εἶναι ὁ Θεὸς ποὺ ἐγκαταλείπει τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ ὁ ἄνθρωπος ἐπιλέγει νὰ ἀρνηθεῖ τὸν Θεόν, καὶ νὰ ἀναζητήσει τὴν εὐτυχία του ἀλλοῦ καὶ στηριζόμενος στὶς δικές του, περιορισμένες δυνάμεις.
Στὴν ἀντίπερα ὄχθη, ὑπάρχει ἡ ἐπιλογὴ τῆς μετάνοιας ποὺ ἀνοίγει διάπλατα τὸν παράδεισο. Ἡ μετάνοια ποὺ σημαίνει ῥιζικὴ ἀλλαγή, θεραπεία καὶ παραμονὴ σὲ ὑγιὲς περιβάλλον, μεταβολὴδηλαδὴ ἀπὸ τὸ παλαιὸ καὶ ἀῤῥωστημένο, στὸ καινούριο καὶ ζωογόνο. Αὐτὸ πού, τόσο ὁ Πρόδρομος ὅσο καὶ ὁ Ἰησοῦς Χριστός, ὀνομάζουν ὡς «βασιλεία τῶν οὐρανῶν» ἤ ἀκόμα «βασιλεία τοῦ Θεοῦ». Καὶ ὁ μὲν Πρόδρομος ἐννοοῦσε τὴν νέα ἐν Χριστῷ ζωή, ὁ δὲ Χριστὸς «τὴν οὐράνιον καὶ ἀγγελικὴν πολιτείαν», ὅπως ὁ ἴδιος τὴν θεσμοθέτησε μὲ τὴν ἔνσαρκο παρουσία Του, τὸ κήρυγμα τῆς εἰρήνης ποὺ διέδωσε ὡς νέο νόμο, καὶ αὐτὴ τούτη τὴ θυσία Του. Πλέον αὐτοὶ ποὺ Τὸν ἐπιλέγουν δὲν ἔχουν νὰ φοβηθοῦν ἀπὸ τίποτα. Στὸν πολὺ γνωστὸ ὕμνο «Βασιλεῦ οὐράνιε», οἱ πιστοὶ Τὸν παρακαλοῦν «ἐλθὲ καὶ σκήνωσον ἐν ἡμῖν», γιατὶ ξέρουν πὼς μόνο ἔτσι θὰ περιπατήσουν καὶ αὐτοὶ «ἐν καινότητι ζωῆς». Μόνο ἔτσι, ἀκόμα καὶ σὲ στιγμὲς πνευματικῆς κοπώσεως καὶ πτωχείας, ὅταν δηλαδὴ πᾶνε νὰκαταβληθοῦν ἀπὸ τὰ προβλήματα τῆς καθημερινότητας, ἤ ἀκόμα καὶ ἀπὸ τὴ διάπραξη τῆς ἁμαρτίας σὲ μιὰ στιγμὴ ἀδυναμίας, θὰ ἔχουν μιὰ Πατρικὴ ἀγκαλιὰ ποὺ θὰ τοὺς περιμένει νὰ ἐπιστρέψουν, καὶ μαζί τους ἕνα συνοδοιπόρο στὸ ταξίδι τῆς ἐπιστροφῆς στὴν πραγματικὴ ζωὴ τῆς «οὐράνιας βασιλείας». Τῆς «οὐράνιας βασιλείας» ποὺ ἀναγγέλθηκε ἀπὸ τοὺς προφῆτες, ἀνακηρύχθηκε ἀπὸτὸν Θεάνθρωπο, καὶ ἀναμένει τοὺς ἀναγεννημένους πολίτες της γιὰ νὰ τὴν ἀπολαμβάνουν αἰώνια.
Πρωτ. Στέφανος Χρυσάνθου