Τό σημερινό εὐαγγελικό μας ἀνάγνωσμα ἀναφέρεται στό Ζακχαῖο. Στήν Ἱεριχώ, στό κεντρικό τελωνεῖο της, ὁἀρχιτελώνης Ζακχαῖος, πρόσωπο τῆς ὑψηλῆς κοινωνίας, καθημερινά βυθιζόταν στίς ἀμέτρητες φορολογικές ὑποθέσεις του. Εἶναι ἀλήθεια πως στήν Ἱεριχώ, που ἦταν ἐμπορικό κέντρο τῆς περιοχῆς, ἡ ἐργασία δέν τελείωνε ποτέ. Πολύ περισσότερο, διότι ἐκείνη τήν ἐποχή οἱ φόροι δέν ἦταν καθορισμένοι καί ήταν εξαρτημένοι κατά πολύ από τήν ἐκτίμηση του κάθε τελώνη. Αὐτό ὅμως ἔδινε δικαίωμα σ’ αὐτόν νά ἀποκτᾶ πλοῦτο μεγάλο, ἀνάλογα μέ τίς φορολογικές ἐκτιμήσεις πού ἔκανε. Καί ὁ Ζακχαῖος, πράγματι, εἶχε ἀποκτήσει μεγάλη περιουσία, καί μεγάλο μέρος αὐτῆς μέ ἀδικίες.
Σήμερα ὁ ἀρχιτελώνης εἶναι ἀνήσυχος. Ἄφησε κατά μέρος τίς οἰκονομικές ὑποθέσεις του, γιατί σήμερα κάτι μεγάλο συνέβαινε στήν πόλη τους, ἀλλά καί στήν ψυχή του. Κάποιος μεγάλος περνοῦσε. Ὁ Ἰησοῦς! Θά εἶχε ἀσφαλῶς ἀκούσει γιά τόν Ἰησοῦ πολλά. Θά εἶχε μάθει καί γιά τήν ἀγάπη του, τήν καλωσύνη του, ἰδιαιτέρως γιά τήν ἠπιότητα πού ἔδειχνε ἀπέναντι στούς τελῶνες. Ἦταν αὐτός πού ἔκανε θαύματα μοναδικά, αὐτός πού σαγήνευε τά πλήθη μέ τή σοφία του. Κι ἄρχισε μέσα στήν ψυχή του κάποιο φῶς ν’ ἀχνοφέγγει. Ποιός νά εἶναι ἆραγε αὐτός ὁ Ἰησοῦς; Ἤθελε νά τόν δεῖ ὁ ἴδιος μέ τά μάτια του, νά τόν γνωρίσει. Ἀλλά τί τόν ἔνοιαζε αὐτόν; Εἶχε αὐτός κανένα ἄλλο ἐνδιαφέρον μεγαλύτερο ἀπό τό χρῆμα; Κι ὅμως εἶχε! Ποιός τό περίμενε πώς ὁ ἀρχιτελώνης εἶχε πνευματικές ἀναζητήσεις!
Ὁ πόθος αὐτός τοῦ Ζακχαίου πρέπει νά μᾶς διδάξει. Διότι κι ἐμεῖς πολλές φορές κρίνουμε ἐξωτερικά τούς ἀνθρώπους, ἀνάλογα μέ τό ἐπάγγελμα ἤ τήν κοινωνική τους θέση, καί πιστεύουμε πώς εἶναι ἀδύνατον κάποιοι ἄνθρωποι νά ἔχουν πνευματικές ἀνησυχίες. Καί τούς καταδικάζουμε. Κι ἔρχεται σήμερα ὁ Ζακχαῖος νά ἀνατρέψει τή λογική μας. Κανένα νά μήν ἀπορρίπτουμε, ὅποιος κι ἄν εἶναι, ὅ,τι κι ἄν κάνει.
Ἤθελε ὁ Ζακχαῖος νά δεῖ τόν Ἰησοῦ. Ἄρχισε, λοιπόν, νά ἀκολουθεῖ τά πλήθη, ἔτρεχε, προσπερνοῦσε, ἀλλά ὅσο κι ἄν προσπαθοῦσε δέν κατόρθωσε νά τόν δεῖ, γιατί ἦταν κοντός στό ἀνάστημα. Δέν τό ἔβαλε, ὅμως, κάτω. Ὁ πόθος του νικοῦσε κάθε ἐμπόδιο. Κάποια στιγμή στό δρόμο ἀπό τόν ὁποῖο θά διερχόταν ὁ Κύριος, ξεχωρίζει ἕνα δένδρο, μιά συκομορέα. Ἡ σκέψη του καλπάζει. Ναί, θά ἀνεβεῖ στό δένδρο. Μά αὐτός, ἄνθρωπος τῆς ὑψηλῆς κοινωνίας, πάνω στό δένδρο; Δέν τόν νοιάζει. Αὐτός θέλει νά δεῖ τό Χριστό. Δέν φοβᾶται μή χάσει τήν ἀξιοπρέπειά του, μήπως τόν σχολιάσουν. Ὁ πόθος νά τόν δεῖ εἶναι μεγαλύτερος ἀπό τόν φόβο μή τόν δοῦν. Καί ἀνεβαίνει στό δένδρο.
Ἀπό ἐκεῖ μᾶς διδάσκει κι ἐμᾶς καί μᾶς λέει: Ὅσοι θέλουμε νά δοῦμε τόν Ἰησοῦ, πρέπει νά μήν ὑπολογίζουμε κανένα ἐμπόδιο, καμιά ντροπή ἤ κοσμική ἀξιοπρέπεια. Νά μήν ὑπολογίζουμε κόπους καί δυσκολίες, δυσμενῆ σχόλια καί εἰρωνεῖες καί χλευασμούς. Πάνω ἀπ’ ὅλα νά γνωρίσουμε τό Χριστό.
Πάνω στό δέντρο ὁ Ζακχαῖος μέ ἱερή ἀδημονία περιμένει τόν Κύριο νά πλησιάσει. Ἡ ψυχή του κυριαρχεῖται ἀπό δέος, ἡ ἀγωνία του κορυφώνεται. Πῶς θά τόν ἀντικρύσει ἆραγε ὁ Κύριος; Ἂλλά ὁ Κύριος ἤδη τόν βλέπει μέ τό θεϊκό του βλέμμα πάνω στό δένδρο. Φαίνεται νά τόν γνωρίζει καλά. Γι’ αὐτό καί ἠλεκτρίζεται καί τά χάνει ὁ ἀρχιτελώνης, ὅταν βλέπει τόν Κύριο καί τόν ἀκούει νά τόν καλεῖ μέ τό ὄνομά του. «Ζακχαῖε, σπεύσας κατάβηθι». Κατέβα γρήγορα κάτω. Μέ γνωρίζει, λοιπόν, ὁ Κύριος; Ξέρει τό ὄνομά μου;
Ναί, μᾶς γνωρίζει ὁ Κύριος. Ξέρει ὄχι μόνον τό ὄνομά μας ἀλλά καί τά κρύφια τῆς καρδιᾶς μας. Ξέρει τά πάντα. Τίς ἐπιθυμίες μας, τίς ἁμαρτίες μας, ἀλλά καί τή μετάνοιά μας. Καί μᾶς καλεῖ νά τοῦ προσφέρουμε τίς ἁμαρτίες μας καί νά τόν κάνουμε ἔνοικο τοῦ σπιτιοῦ μας. Ὅπως ἔγινε καί μέ τόν Ζακχαῖο.
Τρέχει καί πάλι ὁ Ζακχαῖος. Αὐτή τή φορά πρός τό σπίτι του. Τρέχει νά ὑποδεχθεῖ τόν Κύριο. Κάποιοι, βέβαια, σκανδαλίζονται. Δέν μποροῦν νά διανοηθοῦν ὅτι ὁ Κύριος θά φιλοξενηθεῖ στό σπίτι αὐτοῦ τοῦ ἁμαρτωλοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Ζακχαῖος, ὅμως, δέν τά ὑπολογίζει αὐτά. Διότι αὐτός μέσα του ζεῖ ἕναν ἱερό συγκλονισμό. Ἕνα γκρέμισμα τῆς προηγούμενης ἁμαρτωλῆς ζωῆς του. Γι’ αὐτό καί μετανοεῖ. Ἀλλάζει ζωή καί ἀνακοινώνει τίς ἀποφάσεις του. Θά μοιράσει τή μισή περιουσία του στούς φτωχούς. Κι ὅσους ἀδίκησε μέ ὑπέρογκους φόρους, θά τούς ἐπιστρέψει τετραπλάσια χρήματα. Ἐπανορθώνει τίς ἀδικίες του. Καί γίνεται ἄλλος ἄνθρωπος, ἄνθρωπος τοῦ Χριστοῦ. Κι ἀργότερα ἀξιώνεται νά γίνει ἀκόλουθος τοῦ ἀποστόλου Πέτρου καί ἐπίσκοπος Καισαρείας.
Ἡ μετάνοια, λοιπόν, τά πάντα μπορεῖ νά ἀλλάξει. Τόν ἄδικο τόν κάνει ἅγιο, τόν ὑλόφρονα θεόφρονα, τόν κλέφτη ἐλεήμονα, τόν διδάσκαλο τῆς ἀδικίας μαθητή τοῦ Χριστοῦ.
Ἄς παραδειγματίσει κι ἐμᾶς ἡ μετάνοια αὐτή τοῦ Ζακχαίου καί ἄς μᾶς φιλοτιμήσει ν’ ἀλλάξουμε ζωή ὄχι μέ λόγια ἀλλά μέ ἔργα μετανοίας καί ἀγάπης.
Αρχιμανδρίτης Νεκτάριος Μπακόπουλος