Σήμερα, αδελφοί μου, το Ευαγγέλιο μας μίλησε για δύο πονεμένους ανθρώπους. Έχει λοιπόν ιδιαίτερο ενδιαφέρον, γιατί όλοι μας στη ζωή μας είμαστε αρκετά πονεμένοι. Ο ένας, γιατί ο θάνατος πήρε προσφιλή του πρόσωπα. Ο άλλος, γιατί μια αρρώστια ανίατη τον κάνει να υποφέρει. Καταλαβαίνουμε τον πόνο των ανθρώπων αυτών, επειδή και εμείς έχουμε πονέσει και γι’ αυτό τους κατανοούμε.
Οι δυο πονεμένοι άνθρωποι του Ευαγγελίου πλησίασαν τον Χριστό και βρήκαν κοντά του έλεος και βοήθεια. Ας δούμε και εμείς τι πρέπει να κάνουμε για να αφήσουμε τα προβλήματά μας και τον πόνο μας ενώπιον του Χριστού, για να μας ελεήσει και να μας ευσπλαγχνιστεί.
Λέγει το Ευαγγέλιο ότι πήγε στον Χριστό ένας μεγάλος άρχοντας, αρχισυνάγωγος. Ονομαζόταν Ιάειρος. Του είπε: «-Κύριε, η κόρη μου, δώδεκα χρονών κοριτσάκι, είναι άρρωστο και πεθαίνει. Έλα στο σπίτι μου, να την θεραπεύσεις.»
Τι μεγάλο πράγμα είναι να επικαλείται κανείς τον Χριστό! Να ψάχνει να τον βρει, να του μιλήσει, να του πει τον πόνο του. Είναι η πιο σωστή σχέση που μπορεί να δημιουργήσει ο άνθρωπος με τον Θεό.
Ο Χριστός και ο αρχισυνάγωγος πήραν τον δρόμο για το σπίτι. Αλλά καθώς πήγαιναν, μαζεύτηκε τριγύρω κόσμος πολύς και συνέθλιβαν τον Χριστό. Ανάμεσα στο πλήθος, ήταν μια γυναίκα άρρωστη. Είχε καταδαπανήσει τα πάντα στους γιατρούς, δεν της είχε μείνει τίποτε, εκτός από την αρρώστια της. Και ξέροντας για τον Χριστό, τι είναι και τι έκανε, σκέφτηκε: «Αυτού, αρκεί να πάω να πιάσω το ρούχο του και θα γίνω καλά.» Πήγε λοιπόν η γυναίκα αυτή πίσω από τον Χριστό και ακούμπησε το ρούχο του στην άκρη. Και τότε κατάλαβε ότι έφυγε από πάνω της η αρρώστια. Πολλοί ήταν οι άνθρωποι που έτρεχαν κοντά στον Χριστό για να τον δουν, να τον ακούσουν και να δεχθούν κάποια ευεργετική δωρεά Του. Αρκετοί πίστευαν ότι και με ένα άγγιγμα στα ενδύματά Του, θα γίνονταν δέκτες της ευλογίας Του. Και πραγματικά «όσοι αν ήπτοντο αυτού εσώζοντο». Το βλέπουμε και στην αιμορροούσα γυναίκα του σημερινού Ευαγγελίου. Η δυστυχισμένη εκείνη ύπαρξη υπέφερε δώδεκα ολόκληρα χρόνια και η επιστήμη ακόμα ύψωνε τα χέρια. Οι γιατροί δεν μπορούσαν να την θεραπεύσουν. Μόνο μια ελπίδα απέμενε. Ο παντοδύναμος Ιησούς για τον οποίο τόσα πολλά ακούγονταν, ότι δηλαδή θαυματουργούσε και πρόσφερε ζωή στους ανθρώπους.
Πόσα έχουμε ακούσει για το Χριστό; Σίγουρα περισσότερα απ’ όσα είχε ακούσει εκείνη. Και ξέρουμε ότι είναι ο Θεός της δόξης. Ξέρουμε ότι μία σταγόνα από το αίμα Του, αρκεί για να μας καθαρίσει από κάθε αμαρτία. Η ευαγγελική περικοπή σήμερα αναφέρεται και στο θαύμα της ανάστασης της θυγατέρας του Ιαείρου. Ο λόγος του Χριστού που απηύθυνε στον Ιάειρο «μή φοβοῦ, μόνο πίστευε καί σωθήσεται», ας γίνει ο πιο ισχυρός δείκτης και στη δική μας ζωή. Δύο μεγάλα θαύματα έκανε ο Χριστός σήμερα, για να μας τονίσει το ίδιο πράγμα: τίποτε δεν είναι αδύνατον γι’ αυτόν. Σήμερα ζούμε σε μιά δύσκολη εποχή. Νιώθουμε ότι δεν έχουμε από πού να κρατηθούμε, πού να στηριχτούμε για να πάρουμε δύναμη, να αντεπεξέλθουμε στις δυσκολίες της ζωής. Συχνά μια ασθένεια, μια ανυπέρβλητη δυσκολία, μάς βυθίζει στην απόγνωση και την απελπισία. Ο Χριστός όμως μας λέγει: «μή φοβοῦ, μόνο πίστευε καί σωθήσεται». Αμήν!
Πρωτ. Π. Χρίστος Τσιοβάνου