Τουλάχιστον ὡς ἀσυνήθιστη μποροῦμε νὰ χαρακτηρίσουμε τὴν ἀπορία ποὺ ἐκφράζει ὁ ἄνθρωπος τῆς σημερινῆς περικοπῆς ποὺ πλησιάζει τὸν Ἰησοῦν, καὶ μάλιστα σὲ στάση ἰκεσίας, ἀφοῦ τοῦ βάζει μετάνοια, πράξη ποὺ δείχνει τουλάχιστον σεβασμό: «διδάσκαλε ἀγαθέ, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;’’ Ως συνήθως τὰ αἰτήματα ποὺ ἀπευθύνονταν στὸν Χριστὸ ἀφορούσαν θεραπεῖες ἀσθενειῶν, εἴτε τῶν ἴδιων, εἴτε γιὰ συγγενεῖς ἤ φίλους τους.
Τὴν περίπτωση ἀναφέρουν καὶ οἱ τρεῖς συνοπτικοὶ εὐαγγελιστές, μὲ τὸν Ματθαῖο νὰ καταγράφει τὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνον ὡς ‘’νεανίσκον’’, τὸν Μάρκο καὶ τὸν Λουκᾶ νὰ τὸν ἀναφέρουν ἁπλὰ ὡς ‘’κάποιον’’. Τὸ ἐρώτημα ταιρίαζει καὶ στὶς δύο περιπτώσεις, ἀφοῦ ἀφ’ ἑνὸς οἱ νέοι βρίσκονται σὲ μιὰ κατάσταση ἐξερεύνησης καὶ ἀπόκτησης ἐμπειριῶν, καὶ τὸ ζήτημα τῶν μεγάλων περὶ αἰωνιότητας προβλημάτων σίγουρα εἶναι κάτι ποὺ τοὺς βασανίζει – καὶ δυστυχῶς πολλὲς φορὲς τοὺς παρασύρει σὲ καταστροφικὲς ἀτραποὺς τῶν ἀνατολικῶν δοξασιῶν. Ἀφ’ ἑτέρου, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἐνδιαφέρονται γιὰ μιὰ μέση ὁδὸ ποὺ παντρεύει τὶς ὑλιστικὲς ἡδονὲς μὲ τὴν πνευματικότητα, γιὰ κάθε ἐνδεχόμενο!
Καὶ εἶναι μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο ποὺ κατανοεῖται ἡ προσφώνηση ‘’διδάσκαλε ἀγαθέ’’, τὴν ὁποίαν οἱ ἐκκλησιαστικοὶ Πατέρες δὲν ἐκλαμβάνουν ὡς προβλητική. Ἄλλωστε, οὕτε οἱ εὐαγγελιστὲς θεωροῦν τὴν προσέγγιση τοῦ ἀνθρώπου ἐκείνου ὡς προκλητική, ὅπως δηλαδὴ συμβαίνει μὲ τὴν περίπτωση τοῦ νομικοῦ ποὺ ξεκάθαρα τονίζουν ὅτι πλησίασε τὸν Ἰησοῦν «πειράζων αὐτόν» (Ματ. 22, 35). Ἡ ἀντίδραση λοιπὸν τοῦ Ἰησοῦ, ὅταν τοῦ λέει «τί με λέγεις ἀγαθόν; οὐδεὶς ἀγαθὸς εἰ μὴ εἷς ὁ Θεός», ὀφείλεται στὸ ὅτι ὁ συνομιλητής του τὸν ἐκλαμβάνει σὰν ἕνα ἀπὸ τοὺς πολλοὺς ῥαββίνους, διδάσκαλους δηλαδὴ στὴν Ἰουδαϊκὴ παράδοση.
Δὲν ξέρουμε τί προσδοκοῦσε νὰ ἀκούσει περισσότερο ὁ ἄνθρωπος ἐκεῖνος, ὅμως αὐτὰ τουλάχιστον ποὺ ἄκουσε τὸν ἱκανοποιοῦσαν: «ταῦτα πάντα ἐφυλαξάμην ἐκ νεότητός μου», λέει σὰν νὰ βαθμολογεῖ τὸν ἑαυτό του μὲ ἄριστα. Ἄν εἶναι μόνο αὐτά, τότε ἔχω σίγουρη τὴν εἴσοδό μου στὴν οὐράνια βασιλεία, θὰ σκέφτηκε πρὸς στιγμή, ὄμως αὐτὰ ποὺ ἀκούει στὴ συνέχεια τὸν προσγειώνουν ἀνώμαλα. Οἱ ἐντολὲς εἶναι κοινές, καὶ στοχεύουν στὴν ὅσο τὸ δυνατὸ καλύτερη λειτουργία τῶν κοινωνιῶν στὶς ὁποῖες ζοῦμε ὡς ἄνθρωποι. Ἡ μοιχεία, ὁ φόνος, ἡ κλοπή, ἡ ψευδομαρτυρία σὲ δικαστήριο, ἡ ἔλλειψη σεβασμοῦ πρὸς αὐτοὺς ποὺ μᾶς γέννησαν, πρέπει νὰ τηροῦνται ἀπ’ ὅλους, ἄν θέλουμε κοινωνίες ἀξιοκρατείας, δικαίου καὶ κανονικότητας. Ἀκόμα καὶ ἄν τὰ πετύχουμε ὅμως αὐτά, ἀκόμα καὶ ἄν κερδίσουμε τὴν ἐκτίμηση τῶν ἄλλων ὅτι εἴμαστε ‘’καλοὶ ἄνθρωποι’’. Γιὰ τὸν ἄνθρωπο ἐκεῖνο, ἦταν ἡ φιλαργυρία τὸ κουμπὶ ποὺ τὸν σταματοῦσε ἀπὸ τὸ νὰ μεταβεῖ ἀπὸ τοῦ νὰ εἶναι ‘’καλὸς ἄνθρωπος’’ στὴν τελειότητα· ὅταν ἄκουσε τὸ, «ἔτι ἕν σοι λείπει· πάντα ὅσα ἔχεις πώλησον καὶ διάδος πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι», ὁ ἱερὸς συγγραφέας περιγράφει πώς, «περίλυπος ἐγένετο· ἦν γὰρ πλούσιος σφόδρα».
Βαρὺς κι’ ἀσήκωτος τοῦ φάνηκε ὁ λόγος. Ἔβαλε στὸ ἕνα ζύγι τὰ ὑλικὰ ἀγαθὰ ποὺ ἀπολάμβανε, τὶς ἀνέσεις καὶ τὰ κτήματα ποὺ μετροῦσε μὲ τὸ βλέμμα του, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸν οὐράνιο θησαυρὸ καὶ τὴν μαθητεία σὲ ἕνα διδάσκαλο ποὺ εἶχε ἤδη δηλώσει ὡς τὸ προσωπικό του ‘’πόθεν ἔσχες’’, «αἱ ἀλώπεκες φωλεοὺς ἔχουσι καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ» (Ματ. 8, 20). Καὶ παρόλο ποὺ ἐπιθυμοῦσε τὴν οὐράνια βασιλεία, τὴν ἔχασε καὶ παράμεινε ἕνας ἄγνωστος πλούσιος τόσο παραφουσκωμένος μὲ χῶμα, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ χωρέσει σὲ μιὰ βελονότρυπα. Ἐν τέλει προτίμησε τὸν μαμωνᾶ, καὶ ἔχασε τὴν εὐκαιρία νὰ πολιτογραφηθεῖ ὡς «πολίτης τοῦ παραδείσου». Παρέμεινε προσκολλημένος σταθερὰ στὴ γῆ, καὶ δὲν πέταξε στὰ οὐράνια. Κι’ αὐτὸ γιατί, πλοῦτος χωρὶς πίστιν στὸν Θεὸν καὶ ἀγάπη πρὸς τὸν πλησίον, εἶναι ἕνα βάρος, ἀποτελεῖ ἕνα διαρκὴ κίνδυνο ἀπὸ ὅσους τὸν ἐπιβουλεύονται, προκαλεῖ μιὰ συνεχόμενη ἀνησυχία, καὶ ἡ λανθασμένη χρήση του στερεῖ ὅσα ἡ ψυχὴ ἐπιθυμεῖ. Τελικὰ ὁ πλούσιος, ὅπως ἀποδεικνύεται, εἶναι δοῦλος τοῦ πλούτου του, τὸν ὁποῖον συσσωρεύει καὶ ἀποταμιεύει, ἀλλὰ δὲν χρησιμοποιεῖ ὡς μέσον γιὰ τὴν σωτηρία του. Δὲν εἶναι ὁ πλοῦτος ποὺ καταδικάζεται, ἀλλὰ ὅσοι κυριαρχοῦνται ἀπὸ αὐτόν, γι’ ἀυτὸ καὶ ξεσκεπάζεται ὡς ἕνας φιλάργυρος, μὲ τὸν Παῦλο νὰ εἶναι ξεκάθαρος: «ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία, ἧς τινες ὀρεγόμενοι ἀπεπλανήθησαν ἀπὸ τῆς πίστεως καὶ ἑαυτοὺς περιέπειραν ὀδύναις πολλαῖς» (Α’ Τιμ. 6, 10).
Μπορεῖ ὁ Κύριος νὰ τονίζει «πῶς δυσκόλως οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰσελεύσονται εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ», ὅμως αὐτὸ δὲν σημαίνει ὅτι δὲν ἰσχύει καὶ γιὰ ἄλλα ἀτομικὰ ἤ προσωπικὰ πάθη. Ὅλοι μας ἔχουμε μιὰ ἀδυναμία ποὺ εἶναι ἀρκετὴ νὰ μᾶς ἀποστερήσει τὸν στόχο τῆς σωτηρίας, ἀφοῦ δὲν τολμοῦμε νὰ λυτρωθοῦμε ἀπὸ αὐτήν. Τόσον ὁ Δαβίδ (Ψαλμ. 15, 4), ὅσο καὶ ὁ Παῦλος (Ῥωμ. 5, 6), όνομάζουν αὐτὲς τὶς ἀδυναμίες ὡς ‘’ἀσθένειες’’. Γιατί, ὅπως οἱ ἀσθένειες πρέπει νὰ προλαμβάνονται, καὶ ἀκόμα ὅταν ἐμφανιστοῦν τὰ πρώτα συμπτώματά τους νὰ ἀντιμετωπίζονται μὲ τὸν κατάλληλο ἐνδεδειγμένο τρόπο, ἔτσι καὶ οἱ ἀδυναμίες παρουσιάζουν τὰ δικά τους συμπτώματα ποὺ μολύνουν τὴν καθημερινότητα μας καὶ μᾶς ἐμποδίζουν ἀπὸ τὸ νὰ ἀποκτήσουμε τὰ κατάλληλα ἐφόδια, ὥστε νὰ κερδήσουμε «θησαυρὸν ἐν τοῖς οὐρανοῖς».
Ἀς κάνουμε λοιπὸν μιὰ ἐνδοσκόπηση ὁ καθένας μας, ἄς ἀνακαλύψουμε τὶς ἀδυναμίες μας, ἄς ζητήσουμε τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ, καὶ ἄς μετατρέψουμε ἔτσι τὰ φαινομενικὰ ἀδύνατα, σὲ πραγματικότητα. Αὐτὸ κατάφεραν οἱ ἅγιοι, καὶ μάλιστα ὁ δικός μας, συντοπίτης ἅγιος Φιλουμένος, ποὺ ἄκουσε τὸ κάλεσμα, ἀγάπησε καὶ ἀκολούθησε τὸν Χριστό, ἀποδύθηκε τὶς ἀδυναμίες του, καὶ κατέκαψε τὶς ἐπιθυμίες τοῦ βίου τουτου, τὰ βήματά του τὸν ἔφεραν ἐκεῖ ποὺ περπάτησε ὁ Σωτῆρας, καὶ γι’ αὐτὸν ἔγινε θυμίαμα εὔοσμο ὅταν, μετὰ ἀπὸ 46 ἔτη ὐπηρεσίας του στοὺς Ἁγίους Τόπους, φανατικοὶ σιωνιστὲς Ἑβραίοι ποὺ διεκδικοῦσαν τὸ προσκύνημα τοῦ Φρέατος τοῦ Ἰακώβ, τὸν κατέσφαξαν καὶ ἔῤῥιξαν χειροβομβίδα γιὰ νὰ καλύψουν τὰ ἴχνη τους. Τὸ τίμιο λείψανό του ὅμως, διατηρήθηκε ἀπὸ τὸν δωροθέτη Θεὸ ἀνέπαφο καὶ εὐωδιάζον γιὰ νὰ θυμίζει σὲ ὅλους μας πόσο πιὸ σημαντικὸς εἶναι ὁ ἐν οὐρανῷ θησαυρὸς ποὺ ἀρνήθηκε ὀ προσκολλημένος στὰ ἐπίγεια, ὐλικὰ καὶ παροδικὰ ὁ πλούσιος τῆς περικοπῆς – καὶ συνεχίζουν νὰ ἀρνοῦνται πεισματικὰ οἰ πολλοὶ ἀπὸ τοὺς καλεσμένους γιὰ νὰ γίνουν κληρονόμοι του.
Ὅπως σημειώνει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος: Ας μἀθουμε νὰ ζηλεύουμε αὐτὰ ποὺ ἔχουν ἀξία, ὄχι τὰ τεράστια σπίτια, οὔτε τὰ φανταχτερὰ χωράφια, ἀλλὰ ὅσους ἔχουν μεγάλη πρόσβαση στὸν Θεόν, ἐκείνους ποὺ ἔχουν πλοῦτον στὸν οὐρανόν, τοὺς κατόχους ἐκείνων τῶν θησαυρῶν ποὺ εἶναι πραγματικὰ πλούσιοι, ἀλλὰ πάμτωχοι γιατὶ τὸ ἐπέλεξαν ἐπειδὴ τὸ ζητᾶ ὁ Χριστός, ἔτσι ὥστε νὰ πετύχουμε κι’ ἐμεῖς τὰ αἰώνια ἀγαθα». Καὶ ἄς μὴ ξεχνᾶμε πώς, «πλούσιοι ἐπτώχευσαν καὶ ἐπείνασαν, οἱ δὲ ἐκζητοῦντες τὸν Κύριον οὐκ ἐλαττωθήσονται παντὸς ἀγαθοῦ» (Ψαλμ. 33, 11).
Πρωτ. Στέφανος Χρυσάνθου