Απάντηση σε σχετικά παραπλανητικά δημοσιεύματα
Πολλά δημοσιεύονται και λέγονται για τις θέσεις διαφόρων Ιεραρχών, σχετικά με την αναγνώριση ή μη της Εκκλησίας της Ουκρανίας υπό τον Μητροπολίτο Κιέβου Επιφάνιο. Ο κάθε ένας επιλέγει και αποφασίζει, κατά τη συνείδησή του.
Διαβάζοντας το πρωί στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης ένα άρθρο με τίτλο: «Ο Ταμασού Ησαΐας αναγνωρίζει τον “Κιέβου Επιφάνιο”», είπα στον εαυτό μου, ότι κάτι δεν πάει καλά και αμέσως θεώρησα τον τίτλο του άρθρου άστοχο, που μπορεί να προκαλέσει σύγχυση στον λαό του Θεού.
Τώρα, ποια η σκοπιμότητα αυτής της προσπάθειας, να γίνει το άσπρο μαύρο, αυτό είναι μια άλλη υπόθεση, που δεν είναι του παρόντος να σχολιάσουμε και ούτε να ασχοληθούμε, ποιος έχει δίκαιο ή άδικο με το Ουκρανικό Ζήτημα.
Ωστόσο, θα αναλύσω τι σημαίνει η προσωρινή μη συλλειτουργία των Συνοδικών, που διαμαρτύρονται για την παράβαση της σχετικής απόφασης-εντολής της Συνόδου από τον Πρώτο τη τάξει της Ιεράς Συνόδου.
Φαινομενικά, και αν δούμε το θέμα, χωρίς να λάβουμε υπόψη τις ειδικές συνθήκες που το συνθέτουν, ναι, θα συμφωνούσαμε με το άρθρο, ότι, αυστηρώς νομοκανονικά ομιλούντες, ο αρθρογράφος έχει δίκαιο. «Ο κοινωνών ακοινωνήτω ακοινώνητος έστω».
Ενδεικτικώς αναφέρουμε τον 10ο κανόνα των Αγίων Αποστόλων και τον 2ο κανόνα της Αντιοχείας: «Μὴ ἐξεῖναι δὲ κοινωνεῖν τοῖς ἀκοινωνήτοις, μηδὲ κατ᾽ οἴκους συνελθόντας συνεύχεσθαι τοῖς μὴ τῇ ἐκκλησίᾳ συνευχομένοις, μηδὲ ἐν ἑτέρᾳ ἐκκλησίᾳ ὑποδέχεσθαι τοὺς ἐν ἑτέρᾳ ἐκκλησίᾳ μὴ συναγομένους. Εἰ δὲ φανείῃ τις τῶν ἐπισκόπων, ἢ πρεσβυτέρων, ἢ διακόνων, ἤ τις τοῦ κανόνος τοῖς ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν, καὶ τοῦτον ἀκοινώνητον εἶναι, ὡς ἂν συγχέοντα τὸν κανόνα τῆς ἐκκλησίας».
Το θέμα αυτό σχολιάζει ο Αριστινός: «…καὶ ἀκοινωνήτῳ κοινωνῶν ἔσται ἀκοινώνητος».
Ο Ζωναράς αναφέρει: «…καὶ τὸ μὴ ἐξεῖναί τινι κοινωνεῖν τοῖς ἀκοινωνήτοις… Τοὺς δὲ τοῖς τοιούτοις συνευχομένους, ἢ ὑποδεχομένουςαὐτοὺς εἰς ἐκκλησίαν, ἀκοινωνήτους κἀκείνους εἶναι…».
«…Ακοινωνήτους εἶναι τοὺς ἐπισκόπους καὶ λοιποὺς ἱερωμένους τοὺς συνευχομένους τοῖς ἀκοινωνήτοις», ερμηνεύει ο Βαλσαμών.
Όμως τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι και ο συγγραφέας του άρθρου ασχολείται επιλεκτικά μόνο με τη μια όψη του νομίσματος. Καλοδεχούμενες όλες οι απόψεις, διότι προβληματίζουν, αλλά, ας βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους.
H διακοπή της μνημόνευσης του Προκαθημένου είναι ουσιαστικά σχίσμα, οπότε, αν το πράξει αυτό ένας Συνοδικός, σημαίνει, ότι αποσχίζεται από τη Σύνοδο και είναι σχισματικός.
Ο Μητροπολίτης Ταμασού, όπως και όλα τα Μέλη της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησιας της Κύπρου, έχουν ομόφωνη απόφαση-δέσμευση από την Ιερά τους Σύνοδο, ημερομηνίας 9 Σεπτεμβρίου 2020, για τήρηση ουδετερότητας, σε ό,τι αφορά στο Ουκρανικό Ζήτημα, άρα και μη αναγνώριση του Επιφανίου.
Το κάθε Μέλος, επομένως, έχει χρέος να αναγνωρίσει και να σεβαστεί την απόφαση της Συνόδου και την πιστή τήρησή της.
Η επιβεβαίωση της κανονικότητας της συμμετοχής στην Ιερά Σύνοδο γίνεται με τη μνημόνευση του Πρώτου, ώστε να μπορέσει να υπάρξει κανονική κοινωνία μεταξύ των Μελών της Ιεράς Συνόδου.
Συνεπώς, η διακοπή συλλειτουργίας με τους παραβιάζοντας την εντολή της Συνόδου δεν αποτελεί και αναγνώριση της παράβασης από τον Πρώτο της απόφασης της Συνόδου, αλλά, αντίθετα, δηλώνεται η εν τη ευχαριστιακή σύναξη μη συναίνεση με την παράβασή του.
Αυτός που παραβιάζει, λοιπόν, την απόφαση της Συνόδου, είναι αυτός που είναι και εκτεθειμένος στους Ιερούς Κανόνες, οι οποίοι διέπουν την τάξη μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία και, επομένως, όχι οι Συνοδικοί που υπακούουν στις αποφάσεις της Συνόδου και, κατ’ επέκταση των Ιερών Κανόνων.
Έτσι, αυτό, που κάνει ο Άγιος Ταμασού στην πραγματικότητα είναι να πραγματώνει, να υλοποιεί και να ακολουθεί την κανονική απόφαση της Ιεράς Συνόδου, παραμένοντας εν ενότητι με το σώμα της Συνόδου, ορθοτομώντας, δηλαδή την εκκλησιαστική τάξη της μνημόνευσης του Πρώτου, αλλά, ωστόσο, τήρησης της νομοκανονικής τάξης, περί μη συμμετοχής του σε ευχαριστιακή σύναξη, με τον παραβάτη, ο οποίος, παρακούοντας και αθετώντας την Ιερά Σύνοδο, μνημονεύει τον εκτός εκκλησιαστικής τάξης Επιφάνιο.
Αυτό σημαίνει, ότι, κατ’ οικονομία, μνημονεύει μεν τον Πρώτο, όντας κανονικό Μέλος της Ιεράς Συνόδου, διαδηλώνοντας, όμως, ταυτόχρονα, με την προσωρινή διακοπή συλλειτουργίας μαζί του, τη διαφωνία του με τις προσωπικές-αντικανονικές επιλογές του Πρώτου.
Ο Πρώτος δεν μπορεί να αποφασίζει μόνος και κατά το δοκούν, αλλά λειτουργεί και οφείλει να εκφράζει τις αποφάσεις του Σώματος της Ιεραρχίας, η οποία Ιεραρχία είναι και η πηγή της διοικητικής εξουσίας του και όχι ο εαυτός του, ο οποίος, ως Αρχιερέας, ορίζει τα της επαρχίας του.
Αν δεν το κάνει αυτό, ο ίδιος φέρει και την ευθύνη και οφείλει να επανεύρει και να επανέλθει στην κανονικότητα και όχι οι Επίσκοποι, οι οποίοι κανονικώς τον μνημονεύουν.
Όσον αφορά στη χρήση εδώ της θείας οικονομίας, παραθέτουμε αυθεντικό απόσπασμα από τη μελέτη του θεολόγου Σταύρου Μουτάφη: «Η εκκλησιαστική οικονομία κατά τους ιερούς κανόνες» (Αθήνα 2016), όπου γράφει: «Ἡ σημασία τῆς ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας ἑδράζεται στὸ σωτηριολογικὸ δίκαιο τῶν ἱερῶν κανόνων. Αὐτὸς ὁ σωτηριολογικὸς χαρακτήρας τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου τὸ διακρίνει ἀπὸ τοὺς κανόνες τοῦ κοινοῦ ποινικοῦ δικαίου, καὶ δικαιολογεῖ τὴν ἀντίληψη, ὅτι τὸ ἐκκλησιαστικὸ “ἔγκλημα” δὲν εἶναι ἁπλὰ μία παράβαση, ἀλλὰ ἐκδήλωση ψυχικῆς ἀσθενείας, ἕνα ψυχικὸ πάθος ἢ μία ψυχικὴ ἀρρώστια, την ὁποία ἡ Ἐκκλησία καλεῖται νὰ θεραπεύσει. Στὸ πλαίσιο αὐτό, ἡ ἐκκλησιαστικὴ οἰκονομία δὲν καταργεῖ τὴν ἀκρίβεια τῶν ἱερῶν κανόνων, ὅμως ἔχει παρὰ ταῦτα μία σημασία καὶ μία χρησιμότητα, οἱ ὁποίες, ἐνίοτε, εἶναι ὑπέρτερες τῆς στενῆς ἐφαρμογῆς τοῦ Κανονικοῦ Δικαίου. Καθὼς ἡ ἐκκλησιαστικὴ οἰκονομία ἀντλεῖ τὴν ὑπόστασή της ἀπὸ τὴ σωστική Χάρη τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο, ἡ ἐφαρμογὴ της ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ παρὰ νὰ σχετίζεται μὲ τὴν «πνοή» καὶ τήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ἔχει σαφῆ δημιουργικὸ ρόλο καὶ μία παρουσία, ποὺ δὲν μπορεῖ νὰ περιοριστεῖ ἀπὸ διατυπωμένες καὶ στενὰ ὁριοθετημένες διατάξεις καὶ μόνο». Και όλα αυτά, άχρι καιρού, μέχρι της επικύρωσης του ζητήματος από τη Σύνοδο.
Από τα πιο πάνω καθίσταται σαφές, ότι η μη συμμετοχή σε Συλλείτουργο, όπου μνημονεύεται ο Επιφάνιος, ως ο «Πρώτος της Ουκρανικής Εκκλησίας», αποτελεί έκδηλη διαφωνία με την πράξη και όχι με την κανονικότητα της ιεροσύνης αυτών που το διαπράττουν.
Η αναγνώριση από μόνη της αποτελεί διοικητική παράβαση εντολής της Συνόδου και δεν πρέπει να συγχέεται με την κανονικότητα της ιεροσύνης των παραβατών.
Η διαμαρτυρία, λοιπόν, του Μητροπολίτη Ταμασού για την παραβίαση της αποφάσεως της Ιεράς Συνόδου, σε σχέση με το Ουκρανικό, κορυφώνεται στη Θεία Λειτουργία, που είναι το κέντρο της ζωής της Εκκλησίας.
Γι’ αυτό, δεν διακόπτεις τη μνημόνευση, αλλά κρατάς στάση αναμονής, άχρι καιρού, υπακούοντας στην αρχιερατική σου συνείδηση.
Η τήρηση και ο σεβασμός των κανονικών διατάξεων δεν εξαντλείται, αλλ’ ούτε και περιορίζεται στο γράμμα του νόμου, αλλά λειτουργεί, τηρώντας και το πνεύμα του νόμου.
Η στάση αυτή οικονομίας του Μητροπολίτη Ταμασού δηλώνει την καλή πρόθεση και αγάπη του για τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου και, έτσι, για να γίνω αντιληπτός, ξανά παραθέτω απόσπασμα από την εργασία του θεολόγου Σταύρου Μουτάφη, «Η εκκλησιαστική οικονομία κατά τους ιερούς κανόνες» (Αθήνα 2016): «Ἡ ἐκκλησιαστικὴ οἰκονομία ἀποτελεῖ ἐπέκταση καὶ ἐξειδικευμένη ἐφαρμογὴ τῆς Θείας Οἰκονομίας χωρὶς νὰ ταυτίζεται μὲ αὐτήν. Ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Νικόλαος (περί το 925) παρατηρεί ἐπιτυχώς ὅτι ἡ οἰκονομία εἶναι «μίμησις τῆς Θείας φιλανθρωπίας, ἁρπάζουσα ἐκ στόματος τοῦ καθ’ ἡμῶν ὠρυομένου πρὸς τὸν μέλλοντα τῷ ἐκείνου ὀλεθρίῳ καταπίνεσθαι στόματι» (Ἐπιστολὴ 32, PG 111, 213A). H Ἐκκλησία συγκαταβαίνει στὴν ἀνθρώπινη ἀδυναμία καὶ μὲ πνεῦμα ἐπιείκειας ζητεῖ νὰ σώσει τὸν ἄνθρωπο, ἐκφράζει δηλαδή τὴν ἀγάπη καὶ τὴ δικαιοσύνη τῆς Θείας οἰκονομίας».
Ωστόσο, η άκρα οικονομία διαχείρισης τέτοιων ζητημάτων γίνεται πολύ σπάνια και, ασφαλώς, πρέπει η διαχείριση αυτή να εγκρίνεται από την Εκκλησία που αποτελεί την ασφάλεια και τον δογματοφύλακα της ερμηνείας τους.
Συνεπώς, υπακούοντας στο ανώτατο θεσμικό όργανο της Εκκλησίας, δηλαδή την Ιερά Σύνοδο, ο Ταμασού, παραμένοντας, ως ώφειλε, εν τη υπακοή αυτής, εκτάκτως διαχειρίζεται ορθώς το θέμα, χωρίς να προκαλεί προβλήματα στο Σώμα, στο οποίο υποχρεούται να υπακούει, τουτέστιν στην Ιερά Σύνοδο.
Ταυτόχρονα, τείνει και χέρι φιλανθρωπίας προς τον Πρώτο, ευχόμενος την επιστροφή του στην κανονικότητα. Αυτό θα συνεχιστεί, μέχρις ότου επιληφθεί του θέματος η Ιερά Σύνοδος, η οποία και θα συνέλθει σε λίγες ημέρες.
Εκεί ευελπιστούμε πως θα έχουμε και τα τελικά ωφέλιμα αποτελέσματα.
Ιεροδιακόνου Ραφαήλ Μισιαούλη
Πηγή: Romfea.gr