Ἔχουν περάσει τρία χρόνια ἀπὸ τὴν ἔναρξη τοῦ ἔργου τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ στὴ γῆ. Τρία χρόνια που ο Χριστός «ἤρξατο κηρύσσειν» στο λαό που βρισκόταν μέσα στο σκοτάδι της αμαρτίας. Ὅπως ὅταν ὁ ἥλιος ἀνατέλλει διώχνει τὸ σκοτάδι καὶ προσφέρει ἀσφάλεια καὶ σιγουριὰ καὶ στὸ φῶς του μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος ὡς ἄτομο νὰ κάνει τὶς ἐργασίες του, ἔτσι καὶ ὅταν «ἀνέτειλεν ὁ Ἥλιος τῆς δικαιοσύνης», ὁ ἄνθρωπος εἶχε τὴν εὐκαιρία νὰ ξεφύγει ἀπὸ τὸ σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας καὶ τῆς εἰδωλολατρείας, νὰ ἀψηφίσει τὸ θάνατο καὶ νὰ ἐνστερνιστεῖ τὴν πραγματικὴ ζωή, ποὺ μόνο ὁ Ἰησοῦς μπορεῖ νὰ τοῦ προσφέρει.
Αὐτὰ εἶναι ποὺ βλέπει ὁ τυφλὸς ποὺ κάθεται στὸ πεζοδρόμιο ἑνὸς δρόμου καὶ ζητιανεύει. Μπορεῖ τὰ σωματικὰ μάτια του νὰ μὴν τοῦ ἔδιναν τὴν εὐκαιρία νὰ δεῖ ἤ νὰ κάνει αὐτὰ ποὺ ὅλοι ἐμεῖς βλέπουμε και κάνουμε, ὅμως στὴν πραγματικότητα ‘’βλέπει’’ πολὺ περισσότερα. Γιατί, ὅταν αὐτὸς ἀρχίζει νὰ φωνάζει τό, «Ἰησοῦ υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με», ἐκείνοι ποὺ ἔπρεπε νὰ τὸν συνδράμουν στὸ αἴτημά του γιὰ ἔλεος, τοῦ ἔλεγαν νὰ σιωπήσει! Ἀνησυχοῦσαν μπὰς καὶ τοὺς ῥεζιλέψει μπροστὰ στὸν ῥαββῖνο ποὺ τοὺς ἔκανε τὴ τιμὴ νὰ τοὺς ἐπισκεφτεῖ, ἔκρυβαν κάτω ἀπὸ τὸ χαλὶ τὰ προβλήματά τους, ἔδειχναν ἕνα ὡραῖο τόπο – λές καὶ ὁ σημαντικὸς ἐπισκέπτης τους ἦταν κάποιοις περιηγητὴς ποὺ θὰ ἀπολάμβανε τὰ ἀξιοθέατα.
Ὅμως ὁ τυφλός, ἀντὶ νὰ πτοηθεῖ, ἤ τουλάχιστον νὰ συναινέσει, φώναζε ἀκόμα πιὸ δυνατά, «υἱὲ Δαυΐδ, ἐλέησόν με». Καὶ ὁ Κύριος, ποὺ μέχρι τώρα δοκίμαζε τὴν πίστη του, καὶ παράλληλα τὸν ἄφηνε νὰ Τὸν διακηρύσσει δημόσια, ἀνταποκρίθηκε καὶ ζήτησε νὰ τὸν φέρουν μπροστά του. ‘’Τί θέλεις νὰ σοῦ κάνω;’’ τὸν ῥωτᾶ, σὲ μιὰ κίνηση σιωπηρῆς συγκατάθεσης μὲ τὸν τίτλο ποὺ ἐκεῖνος βροντοφώναζε, ὅτι δηλαδη εἶναι ὁ «υἱὸς Δαβίδ». «Κύριε, ἵνα ἀναβλέψω», ζητᾶ ὁ τυφλὸς καὶ ἡ ἐπιμονή του ἐπιβραβεύεται: «ἀνάβλεψον· ἡ πίστις σου σέσωκέ σε» τοῦ λέει ὁ Χριστός, «καὶ παραχρῆμα ἀνέβλεψε». Τὸ θαῦμα δὲν πῆρε χρόνο, δὲν χρειάστηκαν ἀλοιφές, οὔτε πολυδάπανες ἤ κουραστικὲς θεραπεῖες, τὰ μάτια πλημμύρισαν μὲ φῶς, γιὰ πρώτη ἴσως φορὰ στὴ ζωή του εἶδε τοὺς συνανθρώπους του, ἀπόλαυσε τὴν τελειότητα τοῦ κόσμου ποὺ γιὰ τόσο καιρὸ στερεῖτο, καὶ «ἠκολούθει αὐτῷ δοξάζων τὸν Θεόν».
Ἰησοῦς εἶναι τὸ πιὸ γλυκὺ καὶ έλπιδοφόρο ὄνομα, ἀφοῦ ἀφ’ ἑνὸς σημαίνει «αὐτὸς ποὺ σώζει καὶ ἐλευθερώνει, ὁ σωτῆρας», καὶ ἀφ’ ἑτέρου ἴσως καὶ νὰ συνδέεται μὲ τὴν ἀρχαιοελληνικὴ ἴησι, ἄλλη μορφὴ τοῦ ἴασις, θεραπεία. Ὥστε ὁ Ἰησοῦς εἶναι ἡ θεραπεία ἀπὸ ἀπὸ τὴν ἀσθένεια τῆς ἁμαρτίας, καὶ ἡ ἀπόλυτη σωτηρία ἀπὸ τὰ καταστροφικὰ ἀποτελέσματά της. Μόνο ο μοναδικός και ανεπανάληπτος Ιησούς έδινε τη σωτηρία. Αὐτὸς ποὺ τὴν γέννησή Του εἶδαν οἱ προφῆτες, ἀνάγγειλε ὀ ἀρχάγγελος Γαβριήλ, ἔψαλλαν στρατιὲς ἀγγέλων, καὶ ἀργότερα ἀνακοινώθηκε ἐπίσημα ὡς τὸ «σωτήριον ὅ ἠτοίμασας κατὰ πρόσωπον πάντων τῶν λαῶν». Καὶ αὐτὸς ὁ Ἰησοῦς διαμοίραζε τὴ σωτηρία στὸν λαό, τόσο μὲ τὶς θεραπεῖες ταλαιπωρημένων ἀπὸ διάφορα νοσήματα ἀνθρώπων, ὅσο καὶ μὲ τὴν διδασκαλία καινοφανῶν λόγων, ποὺ οἱ ἀκροατές του ῥουφοῦσαν ὡς νέκταρ καὶ «ὑπὲρ μέλιτος κηροῦ».
Ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ υἱὸς Δαβίδ, τοῦ μεγαλύτερου καὶ πιὸ ἔνδοξου βασιλιὰ τοῦ Ἰσραήλ. Ὁ Δαβὶδ καταγόταν ἀπὸ τὴ Βηθλεέμ, χρίστηκε ὡς βασιλιὰς σὲ νεαρὴ ἠλικία, νίκησε τὸν Φιλισταῖο Γολιὰθ καὶ ἔγινε γαμπρὸς τοῦ βασιλιὰ Σαούλ, τὸν ὁποῖο διαδέχτηκε, αὔξησε τὰ ὄρια τοῦ κράτους καὶ ἔκανε τὴν Ἰερουσαλὴμ πρωτεύουσά του, ἄν καὶ δὲν τοῦ ἐπετράπη νὰ κτίσει τὸν Ναό. Ἡ ἱστορικὴ προσωπικότητά του ξεπέρασε τὰ ὄρια τῆς περιοχῆς καὶ ὑπῆρξε τὸ πρότυπο τῆς βασιλείας, γι’ αὐτὸ καὶ προβάλλεται ὡς πρότυπο καὶ τοῦ Μεσσία Βασιλέα τῶν ἐσχάτων χρόνων. Παρόλο ποὺ ὁ Ἰησοῦς ὡς ἄνθρωπος κατάγεται ἀπὸ τὸν Δαβίδ, καὶ παρόλο ποὺ γεννήθηκε στὴ Βηθλεέμ, ἀναγνωρίζεται ὡς «υἱὸς Δαβὶδ» σὲ δύο περιπτώσεις ἀπὸ τυφλούς, καὶ ἀπὸ τὴν εἰδωλολάτρισσα Χαναναία, ἐνῷ ὁ λαὸς ἀναρωτιέται μόνο «μήτι οὗτός ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς Δαυΐδ», μετὰ ἀπὸ θεραπεία τυφλοῦ καὶ κωφάλαλου.
Ἔλεος εἶναι «οἶκτος, εὐσπλαγχνία, λύπηση, συμπόνια», καὶ μόνο ὁ Θεὸς μπορεῖ νὰ τὸ προσφέρει, ἀφοῦ εἶναι «Κύριος οἰκτίρμων καὶ ἐλεήμων, μακρόθυμος καὶ πολυέλεος καὶ ἀληθινός». Εἶναι ἄλλωστε γι’ αὐτὸ ποὺ ὁ Δαβὶδ παρακαλεῖ μετὰ τὴν μοιχεία καὶ τὸν φόνο ποὺ διέπραξε, «Ἐλέησόν με, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου καὶ κατὰ τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν σου ἐξάλειψον τὸ ἀνόμημά μου».
Ὁ τυφλὸς τῆς Ἱεριχοῦς στρέφεται στὴ μοναδικὴ ἐλπίδα σωτηρίας ποὺ ἔχει, Αὐτὸν ποὺ δὲν ἔχει μόνο τὸ ὄνομα, ἀλλὰ ἔχει καὶ τὴ χάρη, Τὸν ἀναγνωρίζει ὡς ‘’υἱὸν Δαβίδ’’, τὸν μόνο πραγματικὸ ἐξουσιαστὴ ψυχῶν τε καὶ σωμάτων, καὶ ζητᾶ τὸ θεῖον ἔλεος. Πόσες ἄραγε φορὲς θὰ ἀπεύθηνε τὴν κραυγὴ ἀπόγνωσής του, ‘’ἐλεῆστε τὸν ἀόμματο’’, σὲ συνανθρώπους του, καὶ τὸ μόνο ποὺ ἔλπιζε νὰ πάρει ἦταν κάποιες πενταροδεκάρες ποὺ θὰ τὸν βοηθοῦσαν νὰ πάει πάρα πέρα; Σήμερα ὅμως, ὁ κρυφὸς πόθος τῆς θεραπείας ποὺ ὡς τώρα παρέμενε ἕνα ἄπιαστο ὄνειρο, τὸ «ἴνα ἀναβλέψω», βρίσκει Αὐτὸν ποὺ μπορεῖ νὰ τὸ πραγματώσει, καὶ αὐτὸ γίνεται ἐφικτὸ μὲ τὴ χρήση μιᾶς κραυγῆς ἱκεσίας στὸν κατάλληλο λήπτη.
Τὴν ἴδια κραυγὴ ἱκεσίας ποὺ χρησιμοποίησε ὁ τυφλὸς καὶ βρῆκε τὸ φῶς του, εἶναι ἡ τέχνη, ὅπως τὴν ὀνόμασε ὁ ἅγιος Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ, ποὺ ἔχουν οἱ ἄνθρωποι γιὰ νὰ πλησιάσουν τοὺς ἀγγέλους, καὶ νὰ βροῦν ἐσωτερικὴ εἰρήνη καὶ γαλήνη σώματος καὶ ψυχῆς. Τό, «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ἐλέησόν με», ἡ Εὐχὴ ὅπως εἶναι γνωστὴ στοὺς μοναχικοὺς κύκλους, εἶναι μαζὶ αἴτηση, παράκληση, πίστη, ὁμολογία, θεολογία. Εἶναι ἡ ἀντίδραση στὴν πρόσκληση καὶ πρόκληση τοῦ Ἰησοῦ, «γρηγορεῖτε καὶ προσεύχεσθε», καὶ ἡ προτροπὴ τοῦ Παύλου «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε». Ἀπὸ αὐτὴν ξεκίνησαν κάποιοι, γιὰ νὰ ἐξελιχτοῦν σὲ Πατέρες καὶ φωστῆρες τῆς Ἐκκλησίας. Γιατὶ ἡ ἑπίκληση ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ γεμίζει τὸ στόμα μὲ ἁγιασμό, καὶ τὸ αἴτημα βρίσκει ἀπάντηση, ἀφοῦ ὁ ἴδιος μᾶς βεβαιώνει, «Αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε, καὶ εὑρήσετε, κρούετε, καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν· πᾶς γὰρ ὁ αἰτῶν λαμβάνει καὶ ὁ ζητῶν εὑρίσκει καὶ τῷ κρούοντι ἀνοιγήσεται.»
Καὶ ἐπειδὴ «ὃς φυλάσσει ἐντολήν, τηρεῖ τὴν ἑαυτοῦ ψυχήν», τὴν ἴδιαν Εὐχὴν ἔλεγε καὶ ὁ ἅγιος τοῦ ὁποίου τὴν θαυμαστὴ διάσῳση ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας γιορτάζει σήμερα, ὁ ἅγιος Νεόφυτος ὁ Ἔγκλειστος, «Τῶν Λευκάρων τὸ κλέος καὶ Κυπρίων τὸ καύχημα». Καὶ εἶναι αὐτὸ μᾶς προτείνει ὅταν γράφει στὴν Τυπικὴ Διαθήκη του, «Εἴγε καὶ ἡμεῖς ποιοῦμεν οὕτως, ἑκατέρωθεν δρεψόμεθα τὴν ὠφέλειαν.» («ὥστε καὶ ἐμεῖς ὅταν κάνουμε αὐτό, νὰ ἐλκύουμε ἀπὸ παντοῦ τὴν κάθε ὡφέλειαν»).
Μακάρι κι’ ἐμεῖς νὰ ἔχουμε πάντα τὴ δύναμη νὰ ζητοῦμε τὸ θεῖον ἔλεος ὅπως τὸν τυφλό τῆς Ἱεριχοῦς, καὶ νὰ ἀγνοοῦμε τὶς παροτρύνσεις τῶν λογῆς-λογῆς ‘’προαγόντων’’ γιὰ νὰ σιωπήσουμε, καὶ ἄς κάνουμε τὴν Εὐχὴ ἁσπίδα καὶ ὅπλο, γιὰ νὰ ἀξιωθοῦμε ἀπὸ τὸν δωροθέτη Κύριον ὅπως ζήσουμε στὸ δικό του «φῶς τὸ ἀληθινόν, τὸ φωτίζον καὶ ἁγιάζον πάντα ἄνθρωπον». Ἀμήν.
Πρωτοπρεσβύτερος Στέφανος Χρυσάνθου