Πέρασαν τρία χρόνια ἀπὸ τὴν ἔναρξη τοῦ σωτηριώδους ἔργου τοῦ Κυρίου, καὶ λίγες μόνο μέρες ἀπομένουν μέχρι τὴν δραματικὴ κορύφωσή του. Αὐτὸς πού, ὄπως εἶπε πρόσφατα στὴ Χαναναία, «οὐκ ἀπεστάλην εἰ μὴ εἰς τὰ πρόβατα τὰ ἀπολωλότα οἴκου Ἰσραήλ» (ΜΤ 15, 24), τώρα ἀνεβαίνει γιὰ τελευταία φορὰ στὴν Ἱερουσαλὴμ γιὰ νὰ ὑποστεῖ τὸ φριχτὸ Πάθος, καὶ νὰ δωρήσει στὸν κόσμο τὴν Ἀνάσταση. Ὁ Ἰησοῦς θέλει νὰ προετοιμάσει τοὺς μαθητές Του, ἤ ὅπως τὸ θέτει ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, νὰ τοὺς δυναμώσει μὲ τὴν θύμηση τῶν ὅσων θαυμαστῶν ἔγιναν μάρτυρες σ’ αὐτὰ τὰ τρία χρόνια, καὶ παράλληλα νὰ μειώσει, ὅσο τὸ δυνατὸ, τὴ λύπη ποὺ θὰ νιώσουν, ὅταν ὅλα αὐτὰ ποὺ τοὺς προλέει θὰ γίνουν πράξη.
Κι’ ὅμως, ἀκόμα καὶ σ’ αὐτὸ τὸ δραματικὸ κρεσέντο, οἱ μαθητὲς δὲν εἶναι ἔτοιμοι νὰ κοινωνήσουν τῆς ὑψηλῆς πνευματικότητας. Αὐτὸ εἶναι ἐμφανὲς ἀφοῦ, δύο ἀπὸ τοὺς πιὸ σημαντικούς, ὀ Ἰάκωβος καὶ ὁ Ἰωάννης ποὺ ἐγκατάλειψαν τὸν πατέρα τους, Ζεβεδδαῖο καὶ τὸ ψαροκάϊκό τους γιὰ νὰ ἀκολουθήσουν τὸν Ἱησοῦν, ποὺ μὲ τὸν Πέτρο ἀποτελοῦσαν τὸν στενὸ κύκλο τῆς τριάδας, ποὺ τιμήθηκαν τόσο μὲ τὴ παρουσία τους στὰ πιὸ σημαντικὰ θαύματα, ἀποδεικνύουν πόσο εὔκολο εἶναι νὰ παρασυρθεῖ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὰ πρόσκαιρα, τὰ ὑλικὰ καὶ ψεύτικα, καὶ νὰ κινδυνέψει νὰ χάσει τὰ οὐράνια καὶ ἀληθινά.
Τὸ ἐπεισόδιο τῆς σημερινῆς Εὐαγγελικῆς περικοπης, περιγράφεται καὶ ἀπὸ τὸν Ματθαῖο. Τι ζητούν οι δύο μαθητές; «Όταν ἐσὺ στεφθεῖς βασιλιάς, βάλε καὶ δύο θρόνους γιὰ μᾶς, ἐθιμοτυπικὰ στὶς τιμώμενες θέσεις δεξιὰ καὶ ἀριστερά σου, πληρωμὴ γιὰ τοὺς κόπους μας, καὶ ἀναγνώριση ἀπὸ τοὺς ἄλλους τῆς ἀξίας μας».
Καὶ εἶναι γι’ αὐτὸ ποὺ οἱ δύο μαθητὲς προσγειώνονται ἀνώμαλα, ὅταν ἀρχικὰ εἰσπράττουν τὸ «οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε», καὶ στὴ συνέχεια τοὺς χορηγεῖται ὁ τρόπος γιὰ νὰ πετύχουν αὐτὸ ποὺ ζητοῦν, καὶ συνοψίζεται στὸ ‘’ποτήριον’’ καὶ τὸ ‘’βάπτισμα’’. Γιὰ τὸν ἱερὸ Χρυσόστομο, «Ἐσεῖς μιλᾶτε γιὰ τιμὲς καὶ στεφάνια, κι’ ἐγὼ γιὰ ἀγῶνες καὶ ἰδρῶτες», ἐνῷ γιὰ τὸν Ζιγαβηνό, τὸ ποτήριον εἶναι ὁ θάνατος, τὸ βάπτισμα ἡ θυσία.
Ὁ ψαλμῳδὸς ζητᾶ ἀπὸ τὸν Θεόν, «δίδαξόν με τὰ δικαιώματά σου» (Ψαλμ. 118), δηλαδὴ μάθε με νὰ ἀκολουθῶ τὸν δρόμο σου, καὶ κυρίως νὰ γνωρίζω τί ζητῶ, καὶ ἰδιαίτερα στὶς δυσκολίες, ποὺ ὁ καθένας τὶς ἀντιμετωπίζει διαφορετικά. Εἶναι γι’ αὐτὸ ποὺ ὁ Ἰάκωβος θὰ μᾶς πεῖ νὰ ὑποταχθοῦμε στὸν Θεὸν καὶ νὰ ἀντισταθοῦμε στὸν διάβολο, νὰ πλησιάσουμε τὸν Θεόν, γιὰ νὰ τὸν κάνουμε νὰ μᾶς πλησιάσει κι’ Αὐτός. (ΙΑΚ. 4, 7) Γι’ αὐτὸ ὅμως χρειάζεται πρώτιστα νὰ γνωρίζουμε τί περιμένουμε ἀπὸ τὴ ζωή μας, ἀλλὰ καὶ πόσα εἴμαστε διατεθειμένοι νὰ θυσιάσουμε, ἤ στὴν προκείμενη περίπτωση, νὰ παραβοῦμε, ὥστε νὰ τὰ πετύχουμε.
Τὸ πρόσωπο ποὺ προβάλλει ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία σήμερα, Κυριακὴ Ε’ Νηστειῶν, ἀποτελεῖ ἕνα παράδειγμα ὅλων αὐτῶν ποὺ εἴπαμε πιὸ πάνω. Ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία τὸν 6ο αἰῶνα, καὶ σὲ ἡλικία 12 χρόνων ἐπέλεξε τὴ ζωὴ τῆς ἀσωτίας, ἐγκατέλειψε τὴν πατρικὴ στέγη καὶ πῆγε στὴν μεγάλη πόλη, τὴν Ἀλεξάνδρεια, ὅπου γιὰ τὰ ἐπόμενα 17 χρόνια ἔζησε στὴ πορνεία. Ὅταν κάποτε εἶδε προσκυνητὲς ποὺ ταξίδευαν στὰ Ἱεροσόλυμα γιὰ τὴ γιορτὴ τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, πῆγε μαζί τους, ὑπολογίζοντες τὶς προοπτικὲς γιὰ τὸ ‘’ἐπάγγελμά’’ της. Ἐκεῖ, μιὰ ἀόρατη δύναμη τὴν ἐμπόδιζε νὰ μπεῖ στὸ Ναό, ὥσπου μετανόησε, ἔκλαψε καὶ κτύπησε τὰ στήθη της καὶ προσευχήθηκε ταπεινὰ ὅπως ὁ Τελώνης, καὶ τελικὰ δικαιώθηκε κι’ αὐτή. Ἀφοῦ ἀξιώθηκε νὰ προσκυνήσει τὸ Τίμιον Ξύλο, μὲ μόνα ἐφόδια τρεῖς ἄρτους ποὺ ἀγόρασε, ἀναχώρησε γιὰ τὴν ἔρημο τοῦ Ἰορδάνη, ὅπου ἔζησε γιὰ 47 χρόνια, καὶ ἀπέδειξε μέσα ἀπὸ τὴν ὑπέρβαση τῶν ἀνθρώπινων ὀρίων, ὅτι ἦταν ἄξια νὰ πιεῖ τὸ ποτήριον ποὺ γεύτηκε ὁ Ἰησοῦς, καὶ νὰ βαπτιστεῖ στὸ βάπτισμά Του. Ὅταν συνάντησε τὸν μοναχὸ Ζωσιμᾶ, τοῦ ἐξιστόρησε τὴ ζωή της, καὶ ζήτησε τὰ «ζωοποιὰ καὶ θεῖα μυστήρια», καὶ τότε μόνο κοιμήθηκε εἰρηνικά, μία «νύμφη Χριστοῦ», μὲ τὴν ὁποίαν «διεσώθη τὸ κατ’ εἰκόνα».
Ὅταν ὁ Ἰησοῦς λέει «οὐκ οἴδατε τί αἰτεῖσθε», οὐδόλως ἀποκλείει τὸ αἴτημα, ἀφοῦ ὄπως συμβουλεύει, «Αἰτεῖτε, καὶ δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε, καὶ εὑρήσετε, κρούετε, καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν» (ΜΤ 7, 7), ἀλλὰ ἐπισημαίνει τὸ περιεχόμενο τοῦ αἰτήματος. Τί θέλουμε ἀπὸ τὴ ζωή μας; Ἐπαγγελματικὴ ἀνέλιξη, τιμὲς, διακρίσεις, πρωτεῖα, δύναμη νὰ ἀποφασίζουμε καὶ οἱ ἄλλοι νὰ ἐκτελοῦν, χρῆμα, δόξα, καὶ εἴμαστε ἔτοιμοι νὰ πατήσουμε ἐπὶ πτωμάτων γιὰ νὰ τὰ πετύχουμε. Θέλουμε τὰ παιδιά μας νὰ μᾶς γεμίζουν περηφάνια, καὶ ὅμως ἐμεῖς ἐξαγοράζουμε τὴν ἀπουσία μας ἀπὸ τὴ ζωή τους μὲ ἀκριβὰ ὑλικὰ δῶρα. Εἴμαστε μικροπρεπεῖς ἀπέναντι στοὺς συνανθρώπους μας, ὅμως ἀπαιτοῦμε ἀπὸ αὐτοὺς νὰ μᾶς σέβονται καὶ νὰ γίνονται χαλὶ νὰ τοὺς πατήσουμε. Καὶ συνέχεια ζητοῦμε, ζητοῦμε ὡσὰν νὰ μὴν ὑπάρχει αὔριο. Κι’ ὄταν δὲν τὰ παίρνουμε, παραπονιόμαστε ὅτι ὁ Θεὸς δὲν μᾶς ἀκούει. Ἀναλογιστήκαμε ποτέ, ἀπὸ ποιόν ζητᾶμε αὐτὰ ποὺ ἐμεῖς θεωροῦμε σημαντικά, ὄμως ἐν τέλει ἀποδεικνύεται πανηγυρικὰ ὅτι δὲν ξέρουμε τί ζητοῦμε; Ζητοῦμε ὑλικὰ ἀπὸ Αὐτὸν ποὺ δὲν εἶχε «ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ» (ΜΤ 8, 20), ἀπὸ Αὐτὸν ποὺ «οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν» (ΜΤ 20, 28).
Πράγματι, δὲν ξέρουμε τί ζητοῦμε, ἀφοῦ ὅσα ζητοῦμε εἶναι ἀπὸ Ἐκεῖνον, ἐνῷ θὰ ἔπρεπε «ἐν παντὶ καιρῷ καὶ τόπῳ» νὰ ἐπιθυμοῦμε Ἐκεῖνον, ὅπως μᾶς συμβούλεψε, «ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν.» (ΜΤ 6, 33) Αὐτὸ ἦταν ποὺ συνειδητοποίσε ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία. Αὐτὸ ἄς καταλάβουμε κι’ ἐμεῖς, ὥστε νὰ ἀξιωθοῦμε ὅπως «συμπορευθῶμεν αὐτῷ καὶ συσταυρωθῶμεν, καὶ νεκρωθῶμεν δι’ αὐτὸν ταῖς τοῦ βίου ἡδονές· ἵνα καὶ συζήσωμεν αὐτῷ», ὅχι σὲ μιὰ ἐπίγεια βασιλεία ὅπου οἱ φτωχοὶ καταδυναστεύονται, καὶ σίγουρα ὄχι καθισμένοι πάνω σὲ ὑλικοὺς θρόνους ποὺ ἐνίοτε μετατρέπονται σὲ ἠλεκτρικὲς καρέκλες, ἀλλὰ σὲ ἕνα πρωτεῖον τὸ ὁποῖον εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ὑπηρεσίας στὸν συνάνθρωπο. Γιατί, ἠ διακονία καὶ ἡ ἀνεκτικότητα τῶν ἄλλων εἶναι σημάδι «μεγάλης ψυχῆς», καὶ μὲ πρῶτο διδάξαντα τὸν Ἰησοῦν, ἡ διακονία καὶ συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο, θὰ μετατραπεῖ μέσα ἀπὸ τὸ Πάθος στὴ δόξα τῆς Ἀνάστασης, σὲ μετάβαση τοῦ ἀνθρώπου «ἐκ γῆς πρὸς οὐρανόν», ποὺ μὲ ὄπλο τὸν ζωηφόρο Σταυρό, σπάει τὰ δεσμᾶ ποὺ τὸν κρατοῦν σιδεροδέσμιο στὸν ᾅδη, καὶ περνᾶ τὶς πύλες τοῦ παραδείσου. τως· Κύριε, δόξα σοι.
Πρωτοπρεσβύτερος Στέφανος Χρυσάνθου