«Μακάριοι οι μη ιδόντες και πιστεύσαντες» (Ιω. 20, 29)
«ΜΑΚΑΡΙΟΙ είναι εκείνοι που θα πιστεύσουν χωρίς να μ’ έχουν δει». Αυτά τα λόγια είπε ο Κύριος στον πιστό μαθητή Του, που αρνήθηκε να πιστέψει στην ανάστασή Του, όταν οι αδελφοί του, οι απόστολοι, του τη γνωστοποίησαν. Αυτά τα λόγια είπε ο Κύριος στον μαθητή Του, που είχε δηλώσει ότι δεν θα πίστευε στην Ανάστασή Του, ώσπου να βεβαιωνόταν με τις αισθήσεις του γι’ αυτό το τόσο θαυμαστό και τόσο σημαντικό για ολόκληρη την ανθρωπότητα γεγονός. «Είδαμε τον Κύριο με τα μάτια μας!» (Ιω. 20, 25), έλεγαν με χαρά στον άγιο Θωμά οι άλλοι απόστολοι, στους οποίους εμφανίστηκε ο Κύριος την ημέρα τις Αναστάσεώς Του, όταν βράδιασε. Οι μαθητές ήταν συγκεντρωμένοι σ’ ένα σπίτι με κλειδωμένες πόρτες, επειδή φοβούνταν τους Ιουδαίους. Ο Κύριος είχε μπει στο σπίτι χωρίς ν’ ανοίξει τις πόρτες.
Ο Θωμάς, λοιπόν, αποκρίθηκε τους αδελφούς του με αμηχανία: «Αν δεν δω στα χέρια Του τα σημάδια από τα καρφιά, κι αν δεν βάλω το δάχτυλό μου στα σημάδια από τα καρφιά, κι αν δεν βάλω το χέρι μου στη λογχισμένη πλευρά Του, δεν θα πιστέψω» (Ιω. 20, 25). Με τα λόγια αυτά δεν εκφράστηκε κάποια εναντίωση στον Θεό. Με τα λόγια αυτά εκφράστηκε μια άφατη χαρά. Με τα λόγια αυτά εκφράστηκε η απορία μιας ψυχής μπροστά στο μεγαλείο του γεγονότος που υπερβαίνει την ανθρώπινη νόηση, του γεγονότος που άλλαξε την κατάσταση της ανθρωπότητας.
Μακάριοι κι εμείς, που δεν Τον είδαμε, αλλά πιστεύουμε σ’ Αυτόν. Μακάριοι όσοι από μας πιστεύουν σ’ Αυτόν. Η ουσία βρίσκεται στην πίστη. Αυτή φέρνει τον άνθρωπο κοντά στον Θεό και τον κάνει παιδί του Θεού. Αυτή θα παρουσιάσει τον άνθρωπο στον Θεό. Αυτή η πίστη, την τελευταία ημέρα της ζωής του πρόσκαιρου τούτου κόσμου και κατά την απαρχή της αιώνιας ημέρας, θα βάλει τον άνθρωπο στα δεξιά του θρόνου του Θεού, για ν’ ατενίζει αιώνια τον Θεό, για να ευφραίνεται αιώνια με τον Θεό, για να βασιλεύει αιώνια μαζί με τον Θεό. «Μακάριοι εκείνοι που πιστεύουν χωρίς να μ’ έχουν δει».
«Φέρε το δάχτυλό σου εδώ», λέει ο Σωτήρας στον μαθητή με την ασταθή πίστη, στον μαθητή που στεκόταν άφωνος από την αμηχανία μπροστά στο μεγαλείο των έργων του Θεού. «Φέρε το δάχτυλό σου εδώ… Φέρε και το χέρι σου… Μην αμφιβάλλεις – πίστεψε!» (Ιω. 20, 27). «Ψηλαφήστε με και θα δείτε» (Λουκ. 24, 39). Ψηλαφήστε με, εφαρμόζοντας τις εντολές μου. Ψηλαφήστε με, ζώντας σύμφωνα με το θέλημά μου. Ψηλαφήστε με έτσι, και θα δείτε εμένα, τον Αόρατο· θα με δείτε με την πνευματική σας αίσθηση. Όποιος με ψηλαφήσει μ’ αυτόν τον τρόπο, θα βεβαιωθεί για τη θεότητά μου και γεμάτος ενθουσιασμό θα αναφωνήσει μαζί με τον αγαπημένο μου απόστολο: «Είσαι ο Κύριός μου και ο Θεός μου!» (Ιω. 20, 28).
Αδελφοί μου, την στάση του Αποστόλου Θωμά, συνηθίσαμε να την βλέπουμε σαν κάτι που θα πρέπει να προσπαθήσουμε να αποφύγουμε. Μα, η απιστία του Θωμά δεν ήταν απιστία σαν αυτή που ξέρουμε εμείς οι άνθρωποι. Γι’ αυτό και οι ύμνοι δεν μας μιλούν για τον άπιστο μαθητή, αλλά την απιστία του, την ονομάζουν καλή απιστία. Γιατί η απιστία του Θωμά ονομάζεται καλή; Γιατί ο Θωμάς δεν αμφιβάλει για το ότι ο Κύριος είναι ο Σωτήρας και Θεός Του, δεν αμφιβάλει για το ότι ο Χριστός είναι ο αληθινός Θεός, αμφιβάλει για το αν θα μπορούσε ο ίδιος και οι άλλοι μαθητές να τον αντικρύσει πρόσωπο προς πρόσωπο. Δεν αρκείται στις διαβεβαιώσεις των άλλων μαθητών ότι είδαν τον Κύριο και ζητάει να τον δει και εκείνος. Ο Θωμάς αναζητά προσωπικά το Θεό, θέλει προσωπικά να βεβαιωθεί πως ο Χριστός ανέστη εκ νεκρών και να ψηλαφήσει και να δει ότι το Σώμα του δεν είναι σαν το δικό μας, αλλά γεμάτο από τη θεϊκή ακτινοβολία του. Γι’ αυτό, όταν άγγιξε τον Σταυρωμένο και Αναστημένο Χριστό, αναφώνησε με χαρά «ο Κύριος μου και ο Θεός μου». Αμήν.
Πρωτ. Χρίστος Τσιοβάνου