Σ’ ἐκείνους τοὺς εὐλογημένους χρόνους τῆς Ἐνανθρώπησης μεταφερόμαστε καὶ ἐμεῖς, ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί, κάθε φορὰ ποὺ ἀνταποκρινόμαστε στὸ κάλεσμα τῆς καμπάνας καὶ προσερχόμαστε στὴ σύναξη. Μὲ αὐτὴ τὴν ἀπλὴ ἐπιλογή, ἔχουμε κι’ ἐμεῖς τὴν εὐκαιρία νὰ ἀκούσουμε τὰ θεία διδάγματα, ὄχι πλέον μὲ ἀόριστες καὶ ἀκαθόριστες ἐνέργειες, ἀλλὰ ἀπὸ τὸ ἅγιο στόμα τοῦ Θεανθρώπου, μέσα ἀπὸ τὸ Εὐαγγέλιό Του – νὰ εἴμαστε κι’ ἐμεῖς δηλαδὴ παρόντες ἐκεῖ ποὺ παρεύρίσκετια «διδάσκων ὁ Ἰησοῦς», ὁ μοναδικὸς καὶ ἀνεπανάληπτος Σωτῆρας τοῦ κόσμου.
Τὸ μόνο ποὺ χρειάζεται εἶναι νὰ πάρουμε τὴν δύσκολη ἀπόφαση νὰ ἀφήσουμε κατὰ μέρος ὅλες τὶς ἄλλες φροντίδες – τὴν εὐκαιρία γιὰ χουζούρεμα, γιὰ κυνῆγι, τὸ πλύσιμο τοῦ αὐτοκινήτου, τὸ ψώνισμα καὶ σουλατσάρισμα σὲ πολυκαταστήματα, γιὰ δὲ τοὺς πιὸ νέους καὶ ὄχι μόνο, γιὰ νὰ ξεκολλήσουν ἐπὶ τέλους ἀπὸ τὰ κινητὰ καὶ τὴν μηχανικὴ κοινωνικοποίηση – ὥστε νὰ ἀσχοληθοῦμε γιὰ λίγο μὲ κάτι ἄλλο. Ὅπως ἔκανε καὶ ἡ γυναῖκα ποὺ γιὰ «δέκα καὶ ὀκτὼ» χρόνια βασανιζόταν άπὸ τὴν ἀσθένεια, «καὶ ἦν συγκύπτουσα καὶ μὴ δυναμένη ἀνακῦψαι εἰς τὸ παντελές.» Ποιὸς ἄλλωστε θὰ τὴν κατηγοροῦσε ἄν ἔμενε στὸ σπίτι της τὸ Σάββατο; Καμποῦρα, μὲ τὸ κεφάλι σκυμμένο συνέχεια, μὲ βάδισμα ποὺ δυσκολευόταν νὰ ἰσοῤῥοπήσει, ἀκόμα καὶ νὰ καθήσει θὰ τῆς ἦταν ἐξαιρετικὰ δύσκολο, μιὰ διαρκὴς ταλαιπωρία. Κι’ ὅμως, ἡ ἐπιθυμία της νὰ κάνει τὴν προσπάθεια, νὰ ἀκούσει ψυχοφελὴ λόγια, νὰ κοινωνικοποιηθεῖ καὶ νὰ συμπροσευχηθεῖ μὲ τοὺς ἄλλους, τὴν ὁδήγησαν καὶ ἐκείνη τὴ μέρα στὴ συναγωγή.
«Καὶ ἰδὼν αὐτὴν ὁ Ἰησοῦς». Τὴν προσέχει καὶ ὡς Παντογνώστης, ἀλλὰ πολὺ πιθανὸν καὶ ἐπειδὴ ἡ γυναῖκα ἐκείνη δὲν ντράπηκε, δὲν δείλιασε, καὶ μέσα στὸ παραλληλόγραμμο οἰκοδόμημα ποὺ ἦταν ἡ συναγωγή, τόλμησε νὰ ἐμφανιστεῖ. Ἄλλωστε, ἦταν κι’ αὐτή, ὅπως ὅλοι μας, φτιαγμένη «κατ’ εἰκόνα» Θεοῦ, καὶ ἐφόσον τὰ «πάντα ἐν σοφίᾳ» ἐποίησε, καὶ μάλιστα «τὰ πάντα, ὅσα ἐποίησε, καὶ ἰδοὺ καλὰ λίαν», οἱ ἐξωτερικὲς ἐμφανίσεις καὶ τὰ τυχὸν ἀσυνήθιστα χαρακτηριστικὰ δὲν πρέπει νὰ γίνονται αἰτίες διάκρισης, πόσο μᾶλλον ἀποτροπιασμοῦ καὶ διακωμμώδησης.
Ὄχι μόνο τὴν πρόσεξε ὁ Ἰησοῦς, ἀλλὰ καὶ τὴν θεράπευσε, τόσο μὲ τὸν λόγο Του, «γύναι, ἀπολέλυσαι τῆς ἀσθενείας σου», ὅσο καὶ μὲ τὴν τοποθέτηση τῶν θείων χειρῶν Του πάνω της. Ἡ χρήση τοῦ ῥήματος ‘’ἀπολύομαι’’ ταυτίζεται μὲ αὐτὸ ποὺ ὁ Ἰησοῦς θὰ πεῖ πιὸ μέτα, πὼς ἡ ἀσθένεια ὀφειλόταν στὸ ὅτι τὴν «ἔδυσεν ὀ σατανᾶς», ἐφόσον ἡ σωματικὴ ἀῤῥώστια ἐκλαμβανόταν ὡς ἀπόῤῥεια τῆς πνευματικῆς, ἀποτέλεσμα τῆς διάπραξης τῆς ἁμαρτίας. Ἡ δὲ χρήση τῶν χεριῶν παραπέμπει στὴν πρώτη δημιουργία τοῦ ἀνθρώπου, σ’ ἐκεῖνο τὸ εὐλογημένο «Αἱ χεῖρές σου ἐποίησάν με καὶ ἔπλασάν με» ποὺ περιγράφουν ὁ Ψαλμῳδὸς καὶ ὁ Ἰώβ. Τί γίνεται ἔκτοτε; ὁ ἱερέας δανείζει κατὰ κάποιο τρόπο τὰ χέρια του στὸ Θεό, ὥστε ἡ θεία χάρι νὰ συνεχίσει νὰ μεταδίδεται, ὅπως τότε, διαχρονικὰ στοὺς πιστούς, καὶ νὰ θεραπεύει «πᾶσαν νόσον, καὶ πᾶσαν μαλακίαν».
«Καὶ παραχρῆμα ἀνωρθώθη καὶ ἐδόξαζε τὸν Θεόν.» Χωρὶς πολυετὴς κοῦρες καὶ θεραπεῖες, χωρὶς τὴ χρήση φαρμάκων καὶ σκευασμάτων, ποὺ ἴσως καὶ νὰ δημιουργοῦν παρενέργειες, τὸ σῶμα ποὺ γιὰ δέκα ὀκτὼ χρόνια ἦταν καμπούρικο, πῆρε ξανὰ τὴν ὄρθια θέση του, ἡ γυναίκα μποροῦσε νὰ βλέπει ξανὰ πρόσωπο μὲ πρόσωπο τοὺς συνανθρώπους της, καὶ τὸ κυριότερο, τὴν αἰτία τῆς θεραπείας της, πρὸς τὸν ὁποῖον καὶ ἀπευθύνει τὴν εὐγνωμοσύνη της, ἐν εἴδει δοξολογίας.
Ὁ συγγραφέας δὲν περιγράφει τὴν ἀντίδραση τῶν παρευρισκομένων, μόνο αὐτὴ τοῦ ἀρχισυνάγωγου, ποὺ κυριευμένος ἀπὸ φθόνο, καὶ χωρὶς νὰ ἔχει κἄν τὸ θάῤῥος νὰ ἀπευθυνθεῖ στὸν αἴτιο τοῦ θαύματος, τί ἄλλωστε εἶχε νὰ τοῦ πει; γυρνᾶ πρὸς αὐτοὺς ποὺ ὑποτίθεται ὅτι καθοδηγοῦσε ὡς φύλακας τοῦ Νόμου, καὶ τοὺς λέει κάτι τὸ ἀσύλληπτο: ‘’ἔχετε ἕξι μέρες τὴν ἐβδομάδα γιὰ νὰ δουλεύετε, καὶ μόνο τότε δικαιοῦστε νὰ γίνεστε καλά, καὶ ὄχι νὰ ἀπαιτεῖτε καὶ τὴν ἡμέρα τοῦ σαββάτου νὰ θεραπεύεστε!’’ Τί κάνει; χρησιμοποιεῖ τὴ διάταξη τοῦ νόμου γιὰ τὴν ἀργία τοῦ σαββάτου, ποὺ δόθηκε γιὰ τὴν ἀπαιτούμενη σωματικὴ ἀνάπαυση, καὶ ἐξαιτίας της τὴν ἐξύμνηση Αὐτοῦ ποὺ τὴν ὄρισε ὠς δῶρο, γιὰ νὰ ἀναδείξει ὑποκριτικὰ ἕνα καλὸ καὶ ἀξιέπαινο ἔργο, σὲ αἰτία παράβασης, καὶ ἄρα νὰ διαβάλει Αὐτὸν ποὺ τὸ ἔκανε.
Καὶ εἶναι γι’ αὐτὸ ποὺ ὁ Ἰησοῦς δὲν διστάζει νὰ τὸν ὀνομάσει ὑποκριτή, και νὰ ἀνατρέψει μὲ ἐπιχειρήματα τὴν ἀνυπόστατη κατηγορία. ‘’Μήπως’’, λέει, ‘’ὑπάρχει κανένας ποὺ νὰ μὴν ταΐζει καὶ νὰ ποτίζει τὰ ζῶα ποὺ τὸν βοηθοῦν;’’ Κι’ ἄν αὐτὸ τὸ κάνουμε γιὰ τὰ ζῶα, πόσο περισσότερο πρέπει νὰ φροντίζουμε γιὰ τὸν ἄνθρωπον; Ἡ ἀναφορὰ σὲ «θυγατέρα Ἀβράαμ» γίνεται γιὰ νὰ καταδείξει ὅτι, ὅλοι κατάγονταν ἀπὸ τὴν ἴδια οἰκογένεια, ἔτσι ἡ ἔννοια τοῦ ‘’πλησίον’’ δὲν ἔχει φραγμοὺς καὶ ὄρια, ἀλλὰ περιλαμβάνει ὅλους τοὺς ἀνθρώπους, γνωστοὺς καὶ ἄγνωστους, φίλους καὶ ἔχθρους, ἰδιαίτερα σήμερα ποὺ τὰ ‘’τέκνα Ἀβραὰμ’’ ἔχουν ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ αὐτὸ ποὺ τόσο παραστατικὰ περιγράφει ὁ Ἰωάννης: «Ἀγαπητοί, νῦν τέκνα Θεοῦ ἐσμεν» καὶ ὅταν «φανερωθῇ, ὅμοιοι αὐτῷ ἐσόμεθα, ὅτι ὀψόμεθα αὐτὸν καθώς ἐστι.» – δηλαδή, τώρα εἶμαστε ἀκόμα παιδιά τοῦ Θεοῦ, ὅταν ὅμως φανερωθεῖ ὁ Χριστὸς στὴ Δευτέρα Παρουσία, τότε θὰ γίνουμε ὅμοιοί του, ἀφοῦ θὰ Τὸν δοῦμε ὄπως πραγματικὰ εἶναι.
Τότε ἦταν ποὺ ὁ λαὸς ἀντέδρασε καὶ ἐξέφρασε τὴ χαρά του, ἐφόσον ὅπως λέει ὁ Ὠριγένης, «Ἰατρός ἐστι ψυχῆς ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ», μποροῦμε δὲ νὰ ποῦμε πώς, γιὰ ἐκείνη τὴ γυναίκα δὲν ἦταν μόνο τῆς ψυχῆς, ἀλλὰ καὶ τοῦ σώματος. Τὰ ἴδια μπορεῖ καὶ ὁ κάθε ἄνθρωπος νὰ ζήσει ἐμπειρικὰ κάθε φορὰ ποὺ πάει στὴν Ἐκκλησία, τὴν ὁποίαν ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος ὀνομάζει λιμάνι γιὰ ἁμαρτωλοὺς ποὺ ζητοῦν συγχώρηση καὶ δίκαιους ποὺ ἐπιζητοῦν νὰ παραμείνουν τέτοιοι, ἀλλὰ καὶ σὰν «τόπος ἀγγέλων, τόπος ἀρχαγγέλων, βασιλεία Θεοῦ, αὐτὸς ὁ οὐρανός.» Θέλεις ἄνθρωπε νὰ πάρεις μιὰ γεύση τοῦ παραδείσου; ξέχνα γιὰ λίγο τὶς ὑλικὲς ἀπολαύσεις, ἄσε κατὰ μέρος τὶς σκοτοῦρες τῆς καθημερινότητας, ἀνάβαλε γιὰ ἀργότερα τὶς ἐκδρομές, τοὺς περιπάτους, καὶ τὶς φιλοφρονητικὲς ἐπισκέψεις, καὶ κάνε τὴ μία κίνηση ποὺ θὰ σὲ βοηθήσει πραγματικά. Πήγαινε ἐκεῖ ποὺ θὰ ἔχεις τὴν εὐκαιρία νὰ δεῖς μορφὲς ἁγίων, ὅπως ὁ Ὅσιος Σάββας ποὺ ἑορτάζει σήμερα, αὐτὸς ποὺ «Ἡγιασμένος ἐδείχθη ἐκ παιδός», καὶ ἔγινε «Ἀγγέλοις ἐφάμιλλος». Εὐχαρίστησε τὸ Θεὸν γιὰ τὶς ἄπειρες δωρεές Του, ζήτησέ Του νὰ βοηθήσει τὸν πλησίον σου, ἐφόσον ἐσὺ δὲν μπορεῖς, καὶ δόξασέ Τον «ἐπὶ πᾶσι τοῖς ἐνδόξοις τοῖς γινομένοις ὑπ’ αὐτοῦ.» Χρησιμοποίησε τὸ στόμα σου γιὰ εὐλογία, καὶ ὄχι γιὰ κατάρα ὅπως ἔκανε ὀ ἀρχισυνάγωγος. Δῶσε λίγον αἶνον, καὶ ἀπότεινε κομμάτι ἀναγνώριση σ’ Ἐκεῖνον ποὺ ἁρμόζει ἀπὸ «πᾶσα πνοὴ» νὰ αἰνεῖται διαπαντός, καὶ τότε θὰ ἔχεις κι’ ἐσὺ πλούσιες τὶς εὐλογίες, καὶ τὶς ἀπαντήσεις στὰ δικά σου, προσωπικὰ προβλήματα. Δὲς τὰ ἔνδοξα ποὺ σοῦ δίνονται καθημερινά, καὶ τότε μόνο θὰ μπορέσεις νὰ ζήσεις πραγματικά, ὅταν θὰ μπορεῖς νὰ σταθεῖς «ἐνώπιος ἐνωπίῳ» μὲ τὸν συνάνθρωπο, καὶ κυρίως μπροστὰ στὸ Θεό σου.
Πρωτ. Στέφανος Χρυσάνθου