Τέκνα εν Κυρίω αγαπητά,
Η σημερινή ευαγγελική περικοπή, αναφέρεται στην παραβολή του Κυρίου για τον πλούσιο και τον πτωχό Λάζαρο. Είδαμε δύο διαφορετικούς χαρακτήρες, δύο διαφορετικούς ανθρώπους, τους οποίους ο βίος τους απέχει παντελώς ο ένας από τον άλλο. Από τη μία έχουμε ένα πλούσιο άνθρωπο, του οποίου η ζωή είναι καθαρά υλιστική και βασισμένη στις μέριμνες του κόσμου τούτου, ενώ από την άλλη έχουμε τον πτωχό Λάζαρο, που έχει ως κέντρο της ζωής του τον Θεό, περιμένοντας
καρτερικά την Σωτηρία του. Οι επιλογές τους ήταν εκείνες οι οποίες στην μεταθανάτιο ζωή καθόρισαν την κατάσταση που θα βίωναν. Ο μεν πλούσιος απώλεσε την μακαριότητα του Θεού, τον Παράδεισο, ενώ ο φτωχός Λάζαρος γευόταν τη Θεία Χάρη.
Ο πλούσιος, που ζει νομίζοντας ότι όλα του ανήκουν, φτάνει στο σημείο να χάνει ακόμη και την ιδιότητα του προσώπου, αφού όπως βλέπουμε στην περικοπή ότι δεν έχει όνομα, δεν ορίζεται ως ξεχωριστή προσωπικότητά, αλλά το είναι του εξαντλείται σε ό,τι απολαμβάνει. Ο τρόπος ζωής που υιοθετεί ακυρώνει την προοπτική της προσωπικής του ολοκλήρωσης και τον καθιστά υπόδουλο των παθών του. Από την άλλη, ο πτωχός Λάζαρος που δεν χαίρεται τίποτα στην πρόσκαιρη και γήινη ζωή, για τον οποίο υπάρχει μόνο το κενό της ένδειας και ίσως της προσωπικής αποτυχίας, οδηγείται στην αγκαλιά του Αβραάμ για να απολαύσει ως δυνατότητα την δική του πνευματική ολοκλήρωση. Παραμένει ξεχωριστή προσωπικότητα και σ’ αυτή τη ζωή αλλά και στον Παράδεισο, αφού διατηρεί το όνομά του, την ωραία ανθρώπινη φύση του και δεν την αφήνει να ξεθωριάσει κάτω από το βάρος της
εξάρτησης των αντικειμένων του κόσμου τούτου.
Ο πλούσιος, όταν αντιλήφθηκε ότι έζησε μια ζωή υποταγμένος στα υλικά και μάταια πράγματα, που όμως τώρα δεν υπάρχουν, ζει την κόλασή του. Βρίσκεται ήδη μακριά από τον πραγματικό στόχο του κάθε ανθρώπου, που είναι ο Παράδεισος. Βιώνει τη μοναξιά και την πνευματική ένδεια στην οποία εκείνος με τις επιλογές του καταδίκασε τον εαυτό του. Αναγνωρίζει ότι δεν πραγμάτωσε κανένα από τους λόγους της ύπαρξης του, δεν μπόρεσε να γίνει υπόδειγμα για τους ανθρώπους γύρω
του. Ζητά κάποιος να αναστηθεί για να ειδοποιήσει τους αδελφούς του. Όμως εδώ τα λόγια του Αβραάμ είναι χαρακτηριστικά: αν κάποιος δεν ακούει τα λόγια των προφητών, αν κάποιος δεν συντονίζει τη ζωή του στον τρόπο που μας ορίζει ο Θεός τότε δεν μπορεί να ακούσει κανέναν ούτε και αυτόν που θα αναστηθεί από τους νεκρούς. Αν ο καθένας μας δεν αντιληφθεί ότι σ’ αυτή τη ζωή έχουμε απόλυτη ανάγκη να ζήσουμε κατά τον τρόπο που ο Χριστός και η Εκκλησία μας ορίζει, τότε
κινδυνεύουμε να βρεθούμε στη θέση του πλουσίου της σημερινής περικοπής.
Η συγκεκριμένη περικοπή γίνεται αφορμή για να εξαγάγουμε τρία βασικά συμπεράσματα για τον θάνατο και την μετά θάνατον πραγματικότητα. Το πρώτο είναι ότι ουδείς πρόκειται να ξεφύγει από το θάνατο. Μπορεί να το θεωρούμε αυτονόητο, στην πράξη, όμως, συχνά το ξεχνούμε. Κάνουμε τα πάντα για να κατακτήσουμε αυτή τη ζωή, ν’ αποκτήσουμε υλικά αγαθά και οικονομική ευρωστία.
Λησμονούμε επιδεικτικά ότι η ζωή αυτή έχει τέλος, έστω κι αν βλέπουμε τους συνανθρώπους μας να φεύγουν καθημερινά από κοντά μας. Θεωρούμε ότι ο θάνατος δεν μπορεί να μάς αγγίξει. Το δεύτερο είναι, ναι ότι οι ψυχές μετά τον θάνατο έχουν πλήρη αντίληψη και συνείδηση της καταστάσεώς τους, γευόμενοι είτε των καρπών της αμαρτίας, αν έζησαν μακράν του Θεού, σε κατάσταση αμετανοησίας, είτε των αγαθών της κατά Θεόν ζωής, εφόσον έζησαν ως συνειδητά μέλη της Εκκλησίας Του, μετανοώντας για τα πάθη και τις αδυναμίες τους. Το τρίτο είναι ότι μετά την κοίμηση του ανθρώπου, δύσκολα αλλάζει η μετά θάνατο κατάσταση της ψυχής. Γι’ αυτό και προσφέρουμε για τους νεκρούς μας Λειτουργίες, μνημόσυνα, δεήσεις, ελεημοσύνες και άλλα θεοφιλή έργα με τα οποία πιστεύουμε
ότι παρέχεται στους ευσεβείς που απέθαναν «δέησις και ωφέλεια πνευματική».
Tέκνα εν Κυρίω αγαπητά,
Ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός δεν καταδικάζει την ύπαρξη των υλικών αγαθών ούτε τον πλούτο, αλλά κρούει τον κώδωνα του κινδύνου στη περίπτωση που αυτά γίνονται η μοναδική μέριμνα του κάθε ανθρώπου, που γίνονται αυτά η μόνη έγνοια των ανθρώπων. Τα υλικά αγαθά αιχμαλωτίζουν τη σκέψη των ανθρώπων στο κόσμο της ύλης, σε αντίθεση με τα πνευματικά που απελευθερώνουν το πνεύμα του, κάτι που δεν κατανόησε ο πλούσιος της περικοπής.
Αγνόησε ο ανελεήμων πλούσιος, ότι η πραγματική απόλαυση βρίσκεται στην αγάπη του πλησίον. Αγνόησε ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά στην ψυχή από τη χαρά που γεννάται όταν κανείς ελεεί τον συνάνθρωπό του απλόχερα και αφειδώλευτα. Αγνόησε ότι εκείνος που πλουτίζει άλλους, πλουτίζει και αποταμιεύει αιώνιο και αδαπάνητο πλούτο στην βασιλεία των ουρανών.
Μέσω των επιλογών και των πράξεων μας διαμορφώνουμε τον κόσμο που μας περιβάλει και έτσι φτάνουμε στην παραδείσια κατάσταση που γεύεται ο Λάζαρος. Ας αρχίσουμε να αναζητούμε την αιτία της υπάρξεώς μας, που είναι η γνώση, το βίωμα και η εμπειρία του Θεού και ας καταστούμε ελεύθεροι, αποτινάσσοντας από πάνω μας τα δεσμά και την εξάρτηση από την ύλη, μαθαίνοντας να ζούμε
ανθρώπινα και σκεπτόμενοι τον διπλανό μας. Τότε, θα ζήσουμε την πληρότητα της παρουσίας του Θεού στη ζωή μας.
Αμήν.