Τέκνα εν Κυρίω αγαπητά,
Στο σημερινό Ευαγγελικό ανάγνωσμα, ακούσαμε ακόμα δύο από τα θαύματα που επιτέλεσε ο Κύριος, κατά την επίγεια δράση του. Το πρώτο θαύμα αναφέρεται στη θεραπεία μιας γυναίκας που έπασχε από αιμορραγία για δώδεκα ολόκληρα χρόνια. Δεν μπόρεσε κανείς να την θεραπεύσει. Όταν έμαθε την επίσκεψη του Χριστού στα μέρη εκείνα, σκέφθηκε να πάει να τον πλησιάσει. Φοβόταν όμως να το ζητήσει ευθέως από το Χριστό. Έτσι, πήγε κρυφά και ακούμπησε την άκρη του ιματίου Του και αμέσως
θεραπεύθηκε. Εξήλθε δύναμη από το Χριστό που την θεράπευσε τελείως.
Το σημαντικό στοιχείο της προσωπικότητάς της ήταν η πίστη της. Και της το ομολόγησε ο Χριστός
«θάρσει, θύγατερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην» (Λουκά 8, 48). Γιατί όμως ο Κύριος ρωτούσε ποιος Τον άγγιξε; Δεν ήξερε; Ασφαλώς ήξερε. Αλλά ήθελε να δείξει ότι δεν αγνοούσε το γεγονός και ότι η γυναίκα αυτή δεν υπέκλεψε τη θεραπεία της, αλλά την έλαβε από την πανάγαθη θέλησή Του. Και την έλαβε επειδή έδειξε μία πολύ μεγάλη πίστη. Αυτήν ακριβώς την πίστη της ήθελε να δημοσιοποιήσει και να επιβραβεύσει, ώστε να διδαχθούν τα πλήθη που ήταν εκεί, και πολύ περισσότερο ο άρχοντας της Συναγωγής που περνούσε μία πολύ μεγάλη δοκιμασία. Γι’ αυτό και η γυναίκα αυτή έγινε αιώνιο παράδειγμα πίστεως.
Το δεύτερο θαύμα, που είναι πιο συγκλονιστικό, μας αναφέρει για την ανάσταση της κόρης του Ιαείρου. Πρόωρος και αιφνίδιος ήταν ο θάνατός της, πράγμα που βύθισε σε βαρύ πένθος όχι μόνο την οικογένεια, αλλά ολόκληρη την Καπερναούμ. Ο Ιάειρος παρακαλούσε τον Κύριό μας να επισκεφθεί το σπίτι του για να την θεραπεύσει, αφού σ’ εκείνον είχε εναποθέσει όλες τις ελπίδες του. Ο Χριστός ως πολυεύσπλαχνος που είναι, συμπόνεσε τον πονεμένο πατέρα και αφού συγκατατέθηκε, τον ακολούθησε. Η απάντηση του Κυρίου μας προς τον πατέρα είναι μπορούμε να πούμε καταλυτική, «μη
φοβάσαι, μόνο πίστεψε και θα σωθεί». Το πρώτο πράγμα που κάνει ο Κύριος, όταν πλησίασε στο σπίτι και αντίκρυσε τον πενθηφόρο λαό, είναι να τους παρηγορήσει και να τους δώσει μήνυμα ελπίδας και αισιοδοξίας, «μην κλαίτε τους λέει, δεν πέθανε, αλλά κοιμάται». Ύστερα πιάνει το χέρι της κοπέλας και της λέει «ἡ παῖς, ἐγείρου», παιδί μου σήκω και αμέσως το άψυχο κορμί πήρε το χρώμα της ζωής, και η ψυχή της ξαναγύρισε στο σώμα. Τότε τα δάκρυα του πόνου και της θλίψης μεταμορφώθηκαν σε δάκρυα χαράς και αγαλλίασης, αφού ο φοβερός θάνατος έδωσε πάλι τη θέση του στη ζωή.
Τέκνα εν Κυρίω αγαπητά,
Δύο περιπτώσεις διαφορετικές, δύο θαύματα ξεχωριστά. Ο ένας ήταν άρχοντας. Δε δίστασε να αφήσει στην άκρη το αξίωμά του, να εγκαταλείψει την ιδιότητά του, να ταπεινωθεί ενώπιον του Χριστού, αλλά και των ανθρώπων και ικετευτικά να παρακαλεί το Χριστό, αναζητώντας το θαύμα. Από την άλλη, μία γυναίκα του λαού, που με αγωνία και φόβο να πλησιάσει το Χριστό με πίστη βαθιά, αγγίζει απλά τον Ιησού, ελπίζοντας ότι θα βιώσει κι εκείνη το θαύμα. Και στις δύο περιπτώσεις βλέπουμε ανθρώπους, οι οποίοι, με απόλυτη εμπιστοσύνη στη δύναμη του Θεού, Τον πλησιάζουν, προσδοκώντας την σωτηρία. Και ο Κύριος την παρέχει πλουσιοπάροχα. Όμως έχουν δύο κοινά στοιχεία: διαθέτουν πίστη και τόλμη. Πιστεύουν ότι ο Χριστός μπορεί να παράσχει την ίαση και
τολμούν, ο μεν να το ζητήσει με παρρησία μέσα στο πλήθος, η δε να αγγίξει με την
ταπεινή της πίστη τον Κύριο.
Την αναγκαιότητα της πίστης προκειμένου να επιτευχθεί το θαύμα, την τονίζει ο ίδιος ο Χριστός. Στην αιμορροούσα λέει: «θυγάτηρ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε» και στον αρχισυνάγωγο, που τον ειδοποίησαν ότι η κόρη του πέθανε και να μην ταλαιπωρεί άλλο τον Διδάσκαλο, του απαντά: «μή φοβοῦ, μόνο πίστευσον, καί σωθήσεται». Τα λόγια αυτά του Χριστού αντηχούν όχι μόνο για τον πατέρα της άρρωστης θυγατρός, αλλά και για τον καθένα από εμας.
Σήμερα ζούμε σε μια δύσκολη εποχή όπου τα γεγονότα που εξελίσσονται μέσα στην κοινωνία, μας προκαλούν την αίσθηση της αδυναμίας, της ήττας και της απελπισίας. Νιώθουμε ότι δεν έχουμε από πού να κρατηθούμε, πού να στηριχθούμε για να αντλήσουμε δύναμη, θάρρος, αισιοδοξία, ώστε να αντεπεξέλθουμε στις δυσκολίες της ζωής. Συχνά μια ασθένεια, μια ανυπέρβλητη δοκιμασία, μάς βυθίζει στην απόγνωση και την απελπισία.
Ο Χριστός όμως μας λέει: «μή φοβοῦ, μόνο πίστευσον, καί σωθήσεται». Τί σημαίνει να πιστέψουμε; Σημαίνει να εναποθέσουσε τη ζωή μας στο Χριστό, να Τον εμπιστευθούμε και να του ανοίξουμε τη θύρα της καρδιάς μας, για να εισέλθει και να κατοικοεδρεύσει μέσα στη ψυχή μας. Για να επιτευχθεί αυτό, χρειάζεται να γίνει υπέρβαση του εγώ μας και να επέλθει η ταπείνωση στο είναι μας.
Ας εμπιστευθούμε και ας πιστέψουμε αληθινά το Χριστό, όπως ακριβώς και ορθώς έπραξε ο Ιάειρος και η αιμορροούσα γυναίκα. Και τότε, να είμαστε πεπεισμένοι ότι η πίστη μας αυτή, θα είναι και το εισιτήριό μας για την Βασιλεία του Θεού. Αμήν.