Get Adobe Flash player
Ζωντανές μεταδόσεις ακολουθιών

Διαδικτυακό Ραδιόφωνο Ι.Μ.Τ
Κυριακοδρόμιο
ΚΑΤΑΣΚΗΝΩΣΕΙΣ
ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
ΠΟΔΗΛΑΤΙΚΟΣ ΟΜΙΛΟΣ
Ποδηλατικός Ομιλος Μητροπόλεως
Θεία Λειτουργία
ΔΙΟΙΚΗΤΙΚΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ

Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὅρισε ὅπως, τὴν ἐπόμενη Κυριακὴ ἀπὸ τὴν Πεντηκοστή, τιμοῦνται οἰ Ἅγιοι Πάντες, ὄχι γιὰ νὰ ἔχουν μόνο εὐκαιρία γιὰ νὰ ‘’γιορτάζουν’’ ὅσοι ‘’δὲν ἔχουν μεμονωμένη’’ γιορτή, ἀλλὰ γιὰ νὰ προβάλλει τοὺς ἥρωές της, ὅσους καὶ ὅσες δηλαδὴ ἐνδυναμώθηκαν ἀπὸ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα, καὶ ὁμολόγησαν τὸν «παθόντα, καὶ ταφέντα, καὶ ἀναστάντα» Χριστόν, καὶ τοὺς ὁποίους καλούμαστε ἐμεῖς νὰ μιμηθοῦμε. Γιὰ νὰ τὸ πῶ πιὸ ἁπλά, οἱ Ἅγιοι Πάντες εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἄκουσαν τὴν πρόσκληση τοῦ Θεοῦ, «ἅγιοι ἔσεσθε, ὅτι ἅγιος ἐγὼ Κύριος ὁ Θεὸς ἡμῶν» (Λευϊτ. 19, 2. Πρβλ. Α’ Πέτρου 1, 16), καὶ ἔβαλαν ὡς στόχο τῆς ζωῆς τους νὰ μετατρέψουν τὸ ‘’κατ’ εἰκόνα’’ ποὺ πῆραν, σὲ ‘’καθ’ ὁμοίωσιν’’
Θεοῦ. Μάλιστα, ὁ ἀπόστολος Παῦλος τολμᾶ νὰ ὀνομάσει τοὺς Ἐφεσίους, «συμπολίτας τῶν ἁγίων καὶ οἰκείους τοῦ Θεοῦ», ἐφόσον οἰκοδομήθηκαν πάνω στὰ γερὰ θεμέλια τῶν λόγων τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, τὴν Ἐνσάρκωση τοῦ ὁποίου προεῖπαν οἱ προφῆτες, καὶ μετέφεραν ὡς Εὐαγγέλιο οἱ ἀπόστολοι. (Ἐφ. 2, 19-20)
Ποιὸς ἄλλωστε μπορεῖ νὰ τὸν ἀμφισβητήσει, ὅταν ὁ ἱερὸς συγγραφέας περιγράφει πώς, ὁ Θεὸς συνδιαλεγόταν μὲ τὸν Μωϋσῆ «ἐνώπιος ἐνωπίῳ, ὡς εἴ τις λαλήσει πρὸς τὸν ἑαυτοῦ φίλον.» (Ἔξ. 33, 11)
Ἄν καὶ ἡ ἁγιότητα εἶναι ἕνα ἀπὸ τα ἀποκλειστικὰ ἰδιώματα τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ταυτίζεται μὲ τὴν ἀπόλυτη καθαρότητα, ὁ τίτλος ‘’ἅγιος’’ ποὺ δίνεται σὲ μέλη τῆς Ἐκκλησίας, τοὺς τιμᾶ, γιατὶ ἐπέλεξαν ὡς τρόπο ζωῆς τους κάτι διαφορετικὸ ἀπὸ τοὺς ὑπόλοιπους. Οἱ ἅγιοι δὲν εἶναι ἐξωκοσμικὰ ὄντα, καὶ ξεκίνησαν ὅπως κάθε ἄλλος ἄνθρωπος τὴ ζωή τους, ἀποδέχτηκαν τὰ προβλήματα καὶ τὶς θλίψεις τῆς
καθημερινότητας, ἀνταποκρίθηκαν θετικὰ στὴν πρόσκληση, «δεῦρο ἀκολούθει μοι» (Μτ 19, 21) καὶ ἔκαναν τὰ σώματά τους πραγματικοὺς ναοὺς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. (βλ. Α’ Κορ. 6, 19) Νὰ γιατὶ ἡ γιορτὴ τῶν Ἁγίων Πάντων ἀκολουθεῖ τὴν ἐπιφοίτηση τοῦ Παναγίου Πνεύματος.
Στὰ Ἀναγνώσματα ἀπὸ τὸν σοφὸ Σολομῶντα, ποὺ διαβάζονται στὸν Ἑσπερινὸ τῶν Ἁγίων Πάντων, δηλώνεται πώς, «Δικαίων δὲ ψυχαὶ ἐν χειρὶ Θεοῦ, καὶ οὐ μὴ ἅψηται αὐτῶν βάσανος.» (Σοφ. Σολ. 3, 1) Στὴν παλαιοδιαθηκικὴ ἐποχή, ‘’δίκαιοι’’ ἦταν ὅσοι τηροῦσαν τὰ ‘’δικαιώματα’’ τοῦ Θεοῦ, ὅπως χαρακτηρίζονται γιὰ παράδειγμα, ὁ πολύπαθος Ἰώβ, καὶ οἱ γονεῖς τοῦ Ἰωάννη τοῦ Πρόδρομου,
Ζαχαρίας καὶ Ἐλισάβετ. Εἶναι χαρακτηριστικὸ αὐτὸ ποὺ τονίζει ὁ συγγραφέας τοῦ βιβλίου τοῦ Ἰώβ, ὅτι, παρόλα τὰ κακὰ ποὺ ἔπαθε (καὶ ἦταν πραγματί, πολλά), «οὐδὲν ἥμαρτεν Ἰὼβ τοῖς χείλεσιν ἐναντίον τοῦ Θεοῦ.» (Ἰώβ 2, 10) Ἀντίθετα, ἐπέμενε στὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ γι’ αὐτόν, ἀναγνωρίζοντας ἀφ’ ἑνὸς τὴν μόνην ἀλήθεια, «αὐτὸς γυμνὸς ἐξῆλθον ἐκ κοιλίας μητρός μου, γυμνὸς καὶ ἀπελεύσομαι
ἐκεῖ·» (Ἰώβ 1, 21) καὶ ἐκφράζοντας τὴν πεποίθηση, «εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον εἰς τοὺς αἰῶνας.» (Ἰώβ 1, 1) Ἄν αὐτὰ τὰ λόγια σᾶς εἶναι γνωστά, εἶναι αὐτὰ ποὺ ἐπισφραγίζουν τὴν θεία Λειτουργία, καὶ περιλαμβάνονται ἐπίσης στὸν 112ο Ψαλμό, πρῶτο σὲ μιὰ ὁμάδα 6 Ψαλμῶν «ποὺ ἔψαλλαν οἱ Ἑβραῖοι τὴν ἑσπέραν τοῦ Πάσχα», καὶ ὡς ἐκ τούτου θεωρεῖται σχεδὸν σίγουρο ὅτι τοὺς ἔψαλλε καὶ ὁ Κύριος μὲ τοὺς μαθητές, ἀφοῦ κατὰ τοὺς Εὐαγγελιστές, μετὰ τὸν Μυστικὸ
Δεῖπνο «ὑμνήσαντες ἐξῆλθον εἰς τὸ ὄρος τῶν Ἐλαιῶν.» (Μτ 26, 30)
Οἱ ‘’δίκαιοι’’ τῆς Καινῆς Διαθήκης ὀνομάζονται ‘’ἅγιοι’’, ὄχι γιατὶ ἀπαλλάχτηκαν ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, ἀλλὰ γιατὶ ὅταν ἄκουσαν «ὁ δὲ ὑπομείνας εἰς τέλος, οὗτος σωθήσεται» (Μτ 10, 22), μέτρησαν τὰ κουκιά τους, καὶ διαπίστωσαν ὅτι μόνο μὲ τὸν Ἰησοῦν Χριστὸν μποροῦν νὰ ἀντέξουν, καὶ νὰ στεφθοῦν νικητές.
Πῶς ἀλλοιῶς ἐκείνοι οἱ ἀγράμματοι, οἱ φοβισμένοι καὶ ἁμαρτωλοὶ μαθητές Του (ἀρκεῖ νὰ θυμηθοῦμε τί ὁμολόγησε ὁ Πέτρος στὴν πρώτη του συνάντηση μὲ τὸν Ἰησοῦν, «ἔξελθε ἀπ ̓ ἐμοῦ, ὅτι ἀνὴρ ἁμαρτωλός εἰμι, Κύριε·» Λκ 5, 8), ὑπέστησαν τὰ πάνδεινα, καὶ ἔφτασαν στὴ συντριπτικὴ πλειοψηφία τους στὸν μαρτυρικὸ θάνατο, ὥστε νὰ μὴν Τὸν προδώσουν. Ἀκόμη καὶ ὁ πρώην διώκτης Του, ὁ Παῦλος, θὰ ἀναδειχθεῖ στὸν μεγαλύτερο ἴσως ὑπέρμαρχό Του. Γιατί ἔγινε αὐτό;
Λίγο πρὶν ὑποβληθεῖ στὸν μαρτυρικό του θάνατο γύρω στὰ μέσα τοῦ 2ου μ.Χ. αἰῶνα, ὁ ἀνθύπατος, ἔκπληκτος ἀπὸ τὶς ἀντοχές του ὑπέργηρου ἁγίου Πολυκάρπου, τοῦ προτείνει νὰ βρίσει τὸν Χριστὸν καὶ νὰ τὸν ἀπελευθερώσει, καὶ ἐκεῖνος τοῦ ἀπαντᾶ: «Ὀγδοήκοντα καὶ ἕξ ἔτη ἔχω δουλεύων αὐτῷ, καὶ οὐδὲν μὲ ἠδίκησεν· καὶ πῶς δύναμαι βλασφημῆσαι τὸν βασιλέα μου, τὸν σώσαντά με;»
(MPG 5, 1036) Ὅταν οἱ μαθητὲς τοῦ Χριστοῦ, ἄν καὶ ἔμπειροι ναυτικοὶ τὰ βρῆκαν σκοῦρα ἀπὸ τὴν ἀπρόσμενη τρικυμία τῆς νύκτας, ταράχτηκαν ἀκόμα περισσότερο βλέποντάς Τον νὰ περπαπᾶ πάνω στὰ μανιασμένα κύματα, «καὶ ἀπὸ τοῦ φόβου ἔκραξαν. εὐθέως δὲ ἐλάλησεν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς λέγων· θαρσεῖτε, ἐγώ εἰμι· μὴ φοβεῖσθε.» (Μτ 14, 22-27) Καὶ πάλιν ὁ σοφὸς Σολομῶντας θὰ πεῖ περὶ
τούτου, «Δίκαιοι δὲ εἰς τὸν αἰῶνα ζῶσι, καὶ ἐν Κυρίῳ ὁ μισθὸς αὐτῶν, καὶ ἡ φροντὶς
αὐτῶν παρὰ Ὑψίστῳ.» (Σοφ. Σολ. 5, 15) Λίγο ἀργότερα, στὸ Μυστικὸ Δεῖπνο, ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς θὰ προειδοποιήσει μέν, «ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε·» ὅμως θὰ προσθέσει καὶ κάτι σημαντικό, «ἀλλὰ θαρσεῖτε, ἐγὼ νενίκηκα τὸν κόσμον.» (Ἰω. 16, 33) Τὸ Πάθος, ὁ φρικτὸς Γολγοθᾶς καὶ ὁ Σταυρός, ἀκόμα καὶ ὁ θάνατός Του, ἔγιναν ὄχι ἀπὸ ἀδυναμία, ἀλλὰ νὰ νικηθεῖ ὁ κόσμος ποὺ ἦταν ὑποταγμένος στὴ
λατρεία τῶν εἰδώλων, καὶ ὁ νέος, ἀναγεννημένος ἄνθρωπος νὰ ἔχει πλέον ἐλπίδα πώς, μὲ ὅπλο τὴν πίστη, καὶ κατὰ τὸ δυνατὸν προσπάθεια, μὲ «τὸν τῆς πίστεως ἀρχηγὸν καὶ τελειωτὴν Ἰησοῦν» (Ἑβρ. 12, 2) μπορεῖ νὰ βρεῖ τὴ θέση του στὴν τράπεζα τῶν βασιλικῶν γάμων, καὶ στὴν διαμονὴ τῆς οἰκίας τοῦ Πατρός, στὸ ἰατρεῖον ποὺ ὀνομάζουμε Ἐκκλησία. Ἐκεῖ ὅπου, «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην,
οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ.» (Γαλ. 3, 28) Καὶ ἐκεῖ χωροῦν ὅλοι, ἀνεξάρτητα ἀπὸ ἐθνότητα ἤ ἐθνικότητα, ἀπὸ κοινωνικὴ θέση, ἀπὸ φύλο. Γιατὶ κριτήριο δὲν εἶναι ἡ θέση, ἤ ἡ ἀξία ποὺ ἔχει κάποιος, ἀλλὰ ἄν αὐτὰ ποὺ πρεσβεύει τὸν κάνουν ἄξιο τέκνο τοῦ Θεοῦ-Πατέρα, καὶ ὡς ἐκ τούτου ἀδελφὸν τοῦ Θεοῦ-Υἱοῦ, καὶ κάτοχον τοῦ Θεοῦ – ἁγίου Πνεύματος. Σχολιάζοντας ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας τὴν παράδοση τῆς φροντίδας τῆς Μητέρας Του στὸν ἀγαπημένο μαθητή, Ἰωάννη, ἐκπλήσσεται: «Κύτταξε πόσο τίμησε τὸν Μαθητή, μὲ τὸ νὰ τὸν κάνει ἀδελφό του. Τόσο καλὸ εἶναι νὰ τὸ νὰ συμπαραμένει κανεὶς μὲ τὸν Χριστὸ ποὺ πάσχει· μᾶς ὁδηγεῖ στὴν ἀδελφοποίησή Toυ.» (ΜPG 124, 277D)
Καὶ εἶναι γι’ αὐτὸ πού, ἤδη ἀπὸ τὸν 2ο αἰ. μ.Χ. δίνεται ἡ συμβουλή,
«Προσαγορεύετε πάντας τοὺς ἁγίους.» – νὰ ἀπευθύνεστε σὲ ὅλους τοὺς ἁγίους (MPG 5, 1044C). Ἡ θέσπιση τῶν προσωπικῶν ἑορτῶν τους, ἀλλὰ καὶ ἡ σύναξή τους σήμερα, γίνεται ἐπειδὴ τοὺς ἀναγνωρίζουμε ὡς πρεσβευτές μας στὸν Θεόν, ἀπὸ τὸν ὁποῖον «Δι’ εὐχῶν τῶν ἁγίων Πατέρων ἡμῶν,» ζητοῦμε τὴν ἐπιτυχὴ εὐόδωση τῶν δικῶν μας προσπαθειῶν. Ἄλλωστε, ὅπως τονίζει ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ Ἀδελφόθεος, «εὔχεσθε ὑπὲρ ἀλλήλων, ὅπως ἰαθῆτε· πολὺ ἰσχύει δέησις δικαίου
ἐνεργουμένη.» (Ἰακ. 5, 16) Ὅταν ἐμεῖς οἱ ἀνάξιοι καὶ ἀκόμα κρινόμενοι ἔχουμε αὐτὴ τὴν ἐξουσία, πόσο μᾶλλον οἱ ἅγιοι, αὐτοὶ ποὺ ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς ἀποκαλεῖ ἄκρως τιμητικὰ ‘’δούλους ἀγαθοὺς καὶ πιστούς’’ (Μτ 25, 21· 23), καὶ ἀκόμα «οἱ εὐλογημένοι τοῦ πατρός» (Μτ 25, 34). Στὴν ὁμάδα ἐκείνων ποὺ ὁ Συναξαριστὴς εὔστοχα προκαλεῖ, «Εἴ τις δε μέλλων, εἰς τοὺς πάντας εἰσίτω.» – ἄν κάποιος θέλει νἄχει μέλλον, ἄς μπεῖ στὴ χορεία τῶν Ἁγίων Πάντων.

Πρωτοπρεσβύτερος Στέφανος Χρυσάνθου

ΤΥΠΙΚΟ ΑΚΟΛΟΥΘΙΩΝ