Η ευρύτερη περιοχή Ταμασού κατοικήθηκε από τα προϊστορικά χρόνια. Μέχρι στιγμής, οι πρώτες ενδείξεις κατοίκησης τοποθετούνται στην χαλκολιθική εποχή (3900-2500 π.Χ.). Κατά την εποχή του χαλκού (2500-1050 π.Χ.), η περιοχή γνωρίζει ιδιαίτερη άνθηση λόγω της έναρξης της εκμετάλλευσης του χαλκού, ο οποίος υπάρχει σε αφθονία και θα αποτελέσει, στην συνέχεια, την κύρια αιτία ευημερίας της Ταμασού. Στην Ύστερη Χαλκοκρατία (1650-1050 π.Χ.) χρονολογούνται αρκετοί τάφοι και εγκαταστάσεις εκμετάλλευσης χαλκού.
Η Ταμασός οργανώθηκε σε σημαντική πόλη-βασίλειο μετά την άφιξη των Αχαιών στο νησί (1400-1300 π.Χ.). Η πρώτη γραπτή αναφορά στην Ταμασό ως πόλη-βασίλειο εντοπίζεται στα 673/2 π.Χ. στην στήλη του Εσαρχαδών όπου αναφέρετε κάποιος Atmesu ως βασιλιάς της Ταμασού.
Ωστόσο, ακόμη ένας βασιλιάς της Ταμασού μας είναι γνωστός στα τέλη του 4ο αιώνος π.Χ. Πρόκειται για τον Πασίκυπρο. Σήμερα το μεγαλύτερο μέρος της αρχαίας πόλης της Ταμασού κρύβεται κάτω από τα χωριά Πολιτικό, Πέρα και Επισκοπειό.
Κατά το α΄μισό του 7ου αιώνα π.Χ., η Ταμασός εξελίχθηκε σε σημαντική πόλη-βασίλειο και γνώρισε ιδιαίτερη ακμή, όπως προαναφέρθηκε, λόγω των πλούσιων κοιτασμάτων χαλκού που βρίσκονταν στην επικράτεια της. Στα κατάλοιπα της ανασκαμμένης πόλης εντοπίστηκε ναός-ιερό αφιερωμένος στην θεά Αφροδίτη, ο οποίος χρονολογείται στην κυπρο-αρχαϊκή Β΄ εποχή (600-475 π.Χ.), μέρος των οχυρώσεων της πόλης και εγκαταστάσεις επεξεργασίας χαλκού. Ένας δεύτερος βωμός έχει ανακαλυφθεί στα δυτικά του ιερού της Αφροδίτης ο οποίος ήταν αφιερωμένος στην μητέρα των θεών, Κυβέλη. Τα δύο ιερά καταστράφηκαν κατά την περίοδο των περσικών επιδρομών στο νησί (499 π.Χ) και ξανακτίστηκαν στην Ελληνιστική περίοδο (περί τα τέλη του 4ου
αι. π.Χ.).
Στα βορειοανατολικά του αρχαιολογικού χώρου σώζονται δύο από του τρεις κτιστούς τάφους οι οποίοι ανασκάφηκαν το 1890 και αποτελούν παράδειγμα της μνημειακής ταφικής αρχιτεκτονικής της αρχαϊκής περιόδου. Οι δύο σωζόμενοι κτιστοί τάφοι αποτελούνται από μεγάλους πελεκητούς λίθους. Η όλη κατασκευή των δύο υπόγειων τάφων θυμίζει ξύλινη υπέργεια οικία με αέτωμα. Λόγω της επιβλητικότητας τους πιστεύεται ότι πρόκειται για βασιλικούς τάφους. Στην είσοδο των τάφων πιθανόν να τοποθετούνταν ως φύλακες γλυπτά από ασβεστόλιθο: έχουν εντοπισθεί δύο
σφίγγες και δύο λέοντες.
Τόσο οι δύο σωζόμενοι βασιλικοί τάφοι, όσο τα διάφορα ευρήματα που ανακαλύφθηκαν στην περιοχή (υπερφυσικού μεγέθους ορειχάλκινο άγαλμα του Απόλλωνος του Chatsworth, γλυπτά από ασβεστόλιθο, κούρος Ταμασού κλπ) είναι ένδειξη της ευημερίας και του πλούτου της περιοχής.
Κατά το β΄μισό του 4ου αιώνα π.Χ., ο βασιλιά Πασίκυπρος της Ταμασού πώλησε το βασίλειο του στους Φοίνικες του Κιτίου για 50 τάλαντα. Λίγο αργότερα, ο Μέγας Αλέξανδρος δωρίζει την Ταμασό στον βασιλιά της Σαλαμίνας, Πνυταγόρα, γιατί τον είχε βοηθήσει στην πολιορκία και άλωση της Τύρου. Σε σύντομο χρονικό διάστημα (περί τα 312-311π.Χ.), τα κυπριακά βασίλεια καταργήθηκαν όταν η Κύπρος εντάχθηκε στο βασίλειο των Πτολεμαίων, των ελλήνων βασιλιάδων της Αιγύπτου.
Γενικότερα, στην ευρύτερη περιοχή εντοπίζονται νεκροταφεία της Εποχής του Χαλκού, των Αρχαϊκών Χρόνων και Ελληνιστικών-Ρωμαϊκών Χρόνων. Στοιχείο που δηλώνει ότι η περιοχή γνωρίζει συνεχή κατοίκηση.
Η Ταμασός δεν φαίνεται να διαδραματίζει ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο κατά την ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο. Αντίθετα, κατά το β΄ μισό του 1ου
αιώνα μ.Χ. γίνεται μια από τις πρώτες και σημαντικές χριστιανικές επισκοπικές έδρες της Κύπρου.
Ανασκαφές επί συστηματικής βάσεως στην Ταμασό έγιναν κατά την περίοδο 1970-1986 υπό την διεύθυνση του αρχαιολόγου Hans–Günter Buchholz
όπου ανακαλύφθηκε το μεγαλύτερο τμήμα της αρχαϊκής, κλασσικής και ελληνιστικής πόλης. Στα τέλη του 19ου αιώνα, ο γερμανός αρχαιολόγος Max
Ohnefalsch–Richter ανάσκαψε τάφους από νεκροταφείο της Ύστερης Εποχής του Χαλκού, τρεις βασιλικούς τάφους της κυπρο-αρχαϊκής περιόδου (σήμερα σώζονται μόνο δύο) και τα ιερά. Τέλος, το Τμήμα Αρχαιοτήτων Κύπρου ανέσκαψε κατά καιρούς διάφορους τάφους.